Ακούγεται λογικό. Αντί να κάνει διάλογο, η διοίκηση των ΕΛΤΑ ανακοίνωσε εν μια νυκτί το κλείσιμο 204 καταστημάτων, αιφνιδιάζοντας τους πάντες, και πρώτη απ’ όλους – ω, ναι! – την κυβέρνηση. Γι’ αυτή την «ατυχέστατη επικοινωνιακή και επιχειρησιακή διαχείριση», όπως είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, κάποιος έπρεπε να πληρώσει. Κάπως έτσι οδηγήθηκε χθες σε παραίτηση ο CEO του οργανισμού Γρηγόρης Σκλήκας, ξεκαθαρίζοντας στην επιστολή του ότι «ο αναγκαίος διάλογος για την εφαρμογή του σχεδίου εξυγίανσης καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής».
Για τον παραιτηθέντα, τα πράγματα είναι απλά. Τα υπολειτουργούντα καταστήματα πρέπει να κλείσουν, ή εν πάση περιπτώσει να απομειωθούν, διότι «η απώλεια άνω του 90% του επιστολικού έργου δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη προσαρμογή των δομών και του κόστους λειτουργίας». Αντέδρασαν όμως βουλευτές, προφανώς για ψηφοθηρικούς λόγους, με αποτέλεσμα να τίθεται τώρα σε κίνδυνο η δυνατότητα καταβολής μισθών στους εργαζομένους.
Ο Σκλήκας έχει ένα πλούσιο βιογραφικό, που περιλαμβάνει την υπηρέτηση σε διευθυντικές θέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Οπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα των ΕΛΤΑ, το μότο του είναι «Unfold the future» (Ξεδιπλώνοντας το μέλλον). Και το ξεδίπλωμα αυτό γίνεται μοιραία με οικονομικά/τεχνοκρατικά κριτήρια. Μόνο που στην περίπτωση ενός οργανισμού όπως τα Ταχυδρομεία υπάρχουν κι άλλα κριτήρια, πολιτικού, κοινωνικού ή συναισθηματικού χαρακτήρα. Και αυτά όφειλε να τα λάβει υπόψη του όχι τόσο ο ίδιος, όσο η κυβέρνηση, που δύσκολα μπορεί να πείσει ότι δεν είχε ιδέα για όλη αυτή την ιστορία.
Ο ίδιος κυβερνητικός εκπρόσωπος άλλωστε, που χθες έριξε όλη την ευθύνη στη διοίκηση των ΕΛΤΑ κατηγορώντας την ότι «έβαλε το κάρο μπροστά από το άλογο», το περασμένο Σάββατο δικαιολογούσε πλήρως το άμεσο κλείσιμο των καταστημάτων λέγοντας ότι το καθένα από αυτά κοστίζει 150.000 ευρώ τον χρόνο, με ελάχιστη κίνηση. Τότε βέβαια δεν είχαν υπάρξει οι σφοδρές αντιδράσεις των βουλευτών, που τρόμαξαν την κυβέρνηση, καθώς από τη μια πλευρά βαραίνουν ακόμη περισσότερο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα κι από την άλλη ενισχύουν την αίσθηση ότι δεν υπάρχει σχέδιο, δεν υπάρχει οργάνωση, δεν υπάρχει στρατηγική.
Αυτή είναι η πολιτική πλευρά της υπόθεσης. Η κοινωνική/συναισθηματική της πλευρά είναι ότι εκτός από τους ψυχρούς αριθμούς και τα κριτήρια βιωσιμότητας, υπάρχουν οι άνθρωποι. Κι αυτό δεν είναι ένα λαϊκίστικο πυροτέχνημα της Αριστεράς, αλλά η πραγματικότητα. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι πρέπει να σπαταλώνται αιωνίως εκατομμύρια ευρώ σε μη παραγωγικές δραστηριότητες. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί ο συνταξιούχος ή ο κάτοικος ενός απομονωμένου χωριού να αντιμετωπίζεται με τη μέθοδο του «ξαφνικού θανάτου».
Το θέμα δεν είναι λοιπόν πώς διαχειρίστηκαν τα ΕΛΤΑ τη «φθίνουσα πορεία της ταχυδρομικής αγοράς», αλλά πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τη σχέση της με τον πολίτη. Η διαβεβαίωση ότι κανείς δεν θα μείνει ακάλυπτος δεν είναι ούτε αρκετή ούτε πειστική. Γιατί αυτό που έχει χαθεί εδώ και καιρό είναι ο σεβασμός.







