Ακόμη και όταν οι άνθρωποι αδυνατούν να προστατέψουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, είναι αδιανόητο να επεμβαίνει το κράτος προκειμένου να διασφαλιστεί η σχετική προστασία. Σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα σε σχέση με μία δασκάλα δημοτικού σχολείου, που θα έπρεπε να διαθέτει την πρόνοια, αφού αποκλείεται να μην είχε κάποια τουλάχιστον συνείδηση για το πόσο ανεπαρκείς είναι οι γνώσεις της, ώστε να μη δηλώσει συμμετοχή και να μην πάρει, τελικά, μέρος σε ένα τηλεπαιχνίδι με ερωτήσεις συνήθως πολύ βατές για έναν ακόμα και στοιχειωδώς καλλιεργημένο άνθρωπο.
Δεν θα ήταν λίγοι, σε σχέση με όσους παρακολουθούσαν το συγκεκριμένο τηλεπαιχνίδι, που θα αισθάνθηκαν να βγαίνουν από τα ρούχα τους, όταν άκουσαν την περιώνυμη δασκάλα στην ερώτηση ποιο από τα τρία παρακάτω ρήματα «επαμφοτερίζω», «επιδαψιλεύω» και «επαίρομαι» σημαίνει «προσφέρω αφειδώς στους άλλους», να απαντάει λέγοντας «δεν ξέρω για κανένα από τα τρία τι σημαίνει, αλλά είμαι σίγουρη πως το “επαμφοτερίζω”». Αισθανόσουν την τηλεπαρουσιάστρια πως θα ήθελε να ουρλιάξει, υποχρεωμένη όμως από τη θέση της να μην αποπαίρνει ακόμα και όταν διαπράττει κανείς ένα πολύ πιο εκκωφαντικό λάθος, περιορίστηκε να πει «για να δούμε ποια είναι η σωστή απάντηση».
Το παιχνίδι με τις ερωτήσεις συνεχίστηκε σαν να μην είχε συμβεί εκείνη τη στιγμή κάτι τόσο κεφαλαιώδες που θα έκανε αν όχι δυστυχή οπωσδήποτε θα προβλημάτιζε τον καθένα όσον αφορά το σύνολο της λειτουργίας ενός εκπαιδευτικού συστήματος, τόσο για τις σχολές που εκπαιδεύουν όσο και για το προσωπικό φιλότιμο που διαθέτουν όσοι αποφασίζουν να γίνουν εκπαιδευτικοί, αλλά και για το ζοφερό μέλλον των παιδιών που συμβαίνει να έχουν αντίστοιχους δασκάλους. Σε κανέναν άλλο χώρο δεν μπορεί να πάρει τόσο εύγλωττα σάρκα και οστά η έννοια του «φαύλου κύκλου» όσο στον χώρο της παιδείας. Δεν είναι άμοιρο της σημασίας που δίνεται γενικότερα στην παιδεία ένα γεγονός που προκύπτει πάλι αν έχει κανείς την υπομονή να επιχειρήσει για τον εαυτό του έστω ένα είδος σφυγμομέτρησης όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο ανθρώπων που προσέρχονται αυτοβούλως ή, με την παρότρυνση ενός συζύγου ή ενός παιδιού, στα λογής τηλεπαιχνίδια.
Δεν μπορεί πια να λογαριαστεί ως μια δειγματοληπτική απεικόνιση καθώς πρόκειται για τηλεπαιχνίδια που κρατάνε χρόνια, επομένως μιλάμε για έναν σεβαστό αριθμό ανθρώπων ώστε να μπορεί να λογαριαστεί ο αριθμός αυτός ως ένα ανυπολόγιστο σύνολο. Με συνέπεια να αποκτούμε μια ακριβή εικόνα για το τι συμβαίνει στον χώρο της παιδείας και μάλιστα για ένα μακρότατο πλέον χρονικό διάστημα, όταν μια απάντηση που δεν δίνεται σε μια ερώτηση του τύπου αν ήταν προγενέστερος του Παπαδιαμάντη ο Παλαμάς, ή το αντίθετο, ενώ χωρίς δεύτερη σκέψη, πριν ολοκληρωθεί καν η ερώτηση, έχει δοθεί η απάντηση για το ποια ήταν η ηθοποιός και σε ποια συγκεκριμένη ταινία έλεγε την ατάκα «Να φάω τα κόκαλά μου».
Θα αποφανθεί κανείς και δικαιολογημένα πως δεν θα άλλαζε τίποτε σε περίπτωση που δεν θα μας γινόταν αντιληπτό ένα γεγονός, όπως αυτό που μας θέλει δήθεν να κοπτόμαστε όλοι μας για την παιδεία, αλλά πολύ λίγοι να ενδιαφερόμαστε για το τι πραγματικά συμβαίνει. Σίγουρα όμως θα υπήρχε μια ευεργετική παράμετρος, «μαύρη ευεργεσία» δηλαδή, όπως για κάθε τι που υφίσταται μέσα στον κόσμο εκνευριστικό, μελαγχολικό ή αδιανόητο, αλλά μας παραμένει άγνωστο. Η δημοσιότητα που επιδαψιλεύεται (να το πάλι το μοιραίο ρήμα), σε κάθε τι απαράδεκτο ή απλώς ενοχλητικό, με την προϋπόθεση να το καταργήσει, ή υπογραμμίζοντάς το, να το καταστήσει λιθοβολητέο, δεν έχει πάντα τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα από ό,τι συνήθως πιστεύουμε, η δημοσιότητα απλώς και μόνον με το να το εγκολπώνεται, το κάνει λιγότερο επιλήψιμο από ό,τι αν κυκλοφορούσε μόνον ανάμεσα σε έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων.







