Διαβάζω τις περιγραφές των ρεπορτάζ. «Λίγα λεπτά αργότερα ακούστηκαν αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί – άλλοι λένε δέκα, άλλοι δώδεκα. Προκλήθηκε πανικός. Οι παρευρισκόμενοι αστυνομικοί έσπευσαν αρχικά να καλυφθούν. Προέκυψε χάος. Από τα πυρά σκοτώθηκαν ο 39χρονος πατέρας πέντε παιδιών και μια 56χρονη γυναίκα. Αρχικά υπήρξε η πληροφορία ότι έφυγε εξαιτίας καρδιακής προσβολής. Αποδείχθηκε ότι δέχτηκε κι αυτή σφαίρα». «Τουλάχιστον εννέα άτομα βρέθηκαν μεταξύ των διασταυρούμενων πυρών στο μακελειό το πρωί του Σαββάτου. Εκτός από τους δύο ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή τραυματίστηκαν σοβαρά άλλοι τέσσερις. Τρεις από τους δράστες διαφεύγουν τη σύλληψη, ενώ οι αστυνομικές Αρχές έχουν εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό προκειμένου να τους εντοπίσουν και να αποφευχθούν τα χειρότερα. Σε κατάσταση κόκκινου συναγερμού βρίσκεται από το πρωί του περασμένου Σαββάτου το χωριό, στο οποίο καταφθάνουν ειδικές δυνάμεις». «Μεταξύ των δραστών, εκτός από ανθρώπους που ανήκουν στις τάξεις των δύο αντίπαλων οικογενειών, υπάρχει κι ένας 30χρονος, μέλος τρίτης οικογένειας από το ίδιο χωριό, που φέρεται να συμμάχησε με τους ανθρώπους της μιας από τις δύο οικογένειες παίρνοντας μέρος στη μάχη με τα Καλάσνικοφ το πρωί του Σαββάτου». Ολα αυτά συμβαίνουν όχι στην Κολομβία ή στο Μεξικό αλλά στην Κρήτη και στα Βορίζια, ένα χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα από το Ηράκλειο.

Τα διαβάζεις και σοκάρεσαι. Και μετά ακούς στα κανάλια έναν σωρό κόσμο. Ιδιωτικούς ερευνητές που μιλάνε με άνεση ειδικού για τις διαφορές των οικογενειών. Ψυχολόγους που κάνουν λόγο για κίνητρα ψυχοπαθολογικά. Αστυνομικούς που χωρίς να έχουν περάσει από εκεί εξηγούν πως η περιοχή έχει τους νόμους της. Διάφορους γνώστες των παραδόσεων που τονίζουν πως ίσως η βεντέτα τώρα ξεκινάει κι άλλους που προσπαθούν να κάνουν κατανοητό τι είναι ο σασμός. Ομολογώ ότι εντυπωσιάζομαι από το είδος των ειδικών τους γνώσεων: εγώ ανήκω στην περίφημη σιωπηλή πλειοψηφία που δεν καταλαβαίνει τίποτα από όλα αυτά. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να θεωρείται λογικό σε κάθε σπίτι να υπάρχουν όπλα και μάλιστα όχι κυνηγητικά αλλά Καλάσνικοφ. Δεν καταλαβαίνω την ευκολία με την οποία μπαίνουν βόμβες και πέφτουν πυροβολισμοί στη μέση δρόμων και υπό το φως του ήλιου. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται όλοι όσοι λίγο γνωρίζουν την περιοχή να λένε ότι «αυτά εκεί μπορεί να συμβούν».

Καθισμένοι στους καναπέδες του σπιτικού μας παρακολουθούμε ένα χρονικό απερίγραπτης φρίκης που διαδραματίζεται σε μια Ελλάδα που δεν ξέρουμε ότι υπάρχει: την αγνοούμε και μας αγνοεί – αγνοεί για την ακρίβεια τους νόμους και τους κανόνες μας. Δεν ξέρω πόσοι από αυτούς που αυτές τις μέρες μιλάνε ακατάπαυστα αυτή την Ελλάδα τη γνωρίζουν: προς Θεού, δεν τους κατηγορώ, απλά εντυπωσιάζομαι. Αναρωτιέμαι επίσης πόσο παρατημένη είναι αυτή η Ελλάδα – παρατημένη τόσο ώστε να πορεύεται με τη λογική ότι δεν υπάρχει κανένας σεβασμός για την ανθρώπινη ζωή και ότι ο μόνος εν ισχύι νόμος είναι ο νόμος του αίματος. Το χειρότερο είναι ότι σε πολύ σύντομο διάστημα θα βρεθεί κάτι άλλο και αυτή η άλλη Ελλάδα θα φύγει από την επικαιρότητα και τις οθόνες μας μέχρι κάποια στιγμή να προκύψει κάτι άλλο χειρότερο που πάλι θα το καταναλώσουμε με έκπληξη – την έκπληξη των ανθρώπων που αγνοούν τα σκοτάδια της ψυχής της ίδιας της χώρας που ζουν.

Τσιτάραμε πολύ Σαββόπουλο τις προηγούμενες μέρες λόγω του «αντίο» του. Υπάρχει ένας στίχος του στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο» για τον Νίκο Κοεμτζή που λέει ότι «ο Μπιθικώτσης μετά το φονικό έσπρωξε έναν δημοσιογράφο λέγοντας του “πού να σου εξηγώ”». Ακούω πολύ Σαββόπουλο τελευταία για να ξεπεράσω τον θάνατο του Διονύση. Αυτό το «πού να σου εξηγώ» βουίζει στα αφτιά μου από το περασμένο Σάββατο το πρωί…