Το υπουργείο Εθνικής Αμυνας – και όχι «Πεντάγωνο» όπως διαρκώς εσφαλμένα αποκαλείται – απέκτησε νέα, πράγματι εντυπωσιακή όψη, αντίστοιχη τόσο του αιώνα που διανύουμε όσο και του σεβασμού στην Ιστορία: έλειπαν και τα δύο. Λίγο πριν, στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, η Ελλάδα έβλεπε για πρώτη φορά σειρά νέων συστημάτων των ΕΔ, μεταξύ των οποίων το ελληνικό drone «Αρχύτας» καθώς και τα «Κένταυρος». Το υπουργείο διαφήμισε την παρέλαση ως παρουσίαση ενός «ολοκληρωμένου θόλου προστασίας με πολλαπλά επίπεδα άμυνας» και κάπως σαν συμβατή με τη νέα όψη του κτιρίου: «αιχμή ενός δυναμικού μετασχηματισμού που οδηγεί τις ΕΔ στη νέα εποχή».
Ολα αυτά, δεν ακούγονται φυσικά άσχημα. Την ίδια ώρα όμως, στην Κωνσταντινούπολη, η υπογραφή που έβαζε ο βρετανός πρωθυπουργός Στάρμερ ήταν εκείνη που δημιουργούσε τα πραγματικά νέα δεδομένα, εν προκειμένω για την τουρκική πολεμική ισχύ και, αυτονόητα, για την ελληνοτουρκική ισορροπία δυνάμεων αλλά και συμμαχιών.
Η πώληση στην Αγκυρα 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon είναι κίνηση με πολλαπλή σημασία και λειτουργεί εκθετικά για την Τουρκία, ιδίως δε υπό την προϋπόθεση ότι η Αγκυρα θα ενταχθεί τελικά και στο πρόγραμμα του αμερικανικού F-35 και ότι, όπως προκύπτει, η συμφωνία με τον Στάρμερ θα συμπαρασύρει τελεσίδικα και την αγορά γαλλικών πυραύλων Meteor. Επιπλέον αναγγέλθηκε η αγορά ακόμα 24 Eurofighter από το Κατάρ και το Ομάν, των οποίων η παράδοση μπορεί να είναι σύντομη.
Ακόμα όμως και στο ενδεχόμενο αποτυχίας επανένταξης στο F-35, στο οποίο η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει μόνον αν το επιτύχει, για τους δικούς λόγους, το Ισραήλ, πάλι η Τουρκία έχει αθροιστικά καταγράψει απογειωτική πορεία στο εξοπλιστικό της πρόγραμμα και θα ήταν πολύ σοβαρό σφάλμα αυτή να υποτιμάται ιδίως όταν συνδέεται άμεσα με το σύνολο σχεδόν των χωρών-εταίρων της Ελλάδας. Η Ιταλία, η Ισπανία, η Γερμανία, η Αγγλία και, βεβαίως, οι ΗΠΑ, έχουν όλες ήδη υπογεγραμμένες πολύ σημαντικές συμφωνίες εξαγωγής όπλων στην Τουρκία, η οποία, πέραν αυτών, βρίσκεται πλέον η ίδια στη διεθνή πρωτοπορία παραγωγής στην πολεμική βιομηχανία στον καινοτόμο τομέα των drones και όχι μόνον αυτών, με ήδη κατακτημένη μία ανταγωνιστική θέση στη διεθνή αγορά και με σημαντικές ανοικτές συνεργασίες και μεγάλα προγράμματα που τρέχουν.
Το πρόβλημα συνεπώς δεν εξαντλείται στην προσθήκη των ίδιων των Eurofighter, τα οποία δεν μπορούν ασφαλώς να χαρακτηριστούν ιδιαιτέρως επιτυχή στη μακρά αγωνιώδη πορεία τους. Το πρόβλημα αφορά το συνολικό διπλωματικό και στρατιωτικό status που έχει οικοδομήσει ο Ερντογάν για τη χώρα του, που την καθιστά πλέον ισχυρότερη και σημαντικότερη εδώ και πάρα πολύ καιρό, ξεπερνώντας κάθε τι που είχε πετύχει η κεμαλική εποχή. Αυτή η πραγματικότητα επισφραγίστηκε από τον Στάρμερ, ο οποίος ουσιαστικά εκπροσώπησε και τη Γερμανία και όχι μόνον. Και είναι γεγονός ότι η Τουρκία πιθανότατα σώζει ένα πρόγραμμα που σέρνεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας εδώ και χρόνια, όμως, αυτό, είναι ρόλος, δεν είναι μόνον μαχητικά.
Η δε εμπλοκή της Γερμανίας, η οποία είναι εξίσου ουσιώδης πίσω από τη βρετανική υπογραφή, σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι αποτελεί αυταπάτη η εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να αποκλείσει την Τουρκία από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE, έχοντας στήριξη τέτοιου βάθους στην ΕΕ – και πέραν αυτής στη Δύση γενικά. Αλλωστε οι τρόποι για τη συμμετοχή της είναι πάρα πολλοί και δεν είναι αναγκαίο να παραβιάσουν καμία αξεπέραστη προϋπόθεση. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι για την ΕΕ δεν αποτελούν πραγματικά ζητήματα ούτε η κατοχή της μισής Κύπρου, ούτε οι τουρκικές αμφισβητήσεις της ελληνικής επικράτειας, οι οποίες ουδέποτε έχουν γίνει επισήμως παραδεκτές ως τέτοιες. Οπότε, το τι θα γίνει με το SAFE είναι μάλλον το τελευταίο από τα προβλήματα της Ελλάδας στη νέα «ισορροπία» με την Αγκυρα που, σε αντίθεση με την Αθήνα, βρίσκεται και επιβάλλεται παντού.







