Είναι ένας από τους όρους της εποχής μας που από μόνος του δηλώνει έναν ακόμη πολιτισμικό πόλεμο. Κι όμως, υποστηρίζει ο Αλέν Πολικάρ, θα μπορούσε να σημαίνει απλώς την υπεράσπιση των μειονοτήτων όταν βάλλονται από τον ρατσισμό και τις κοινωνικές διακρίσεις. Αντιθέτως, στα χέρια των αντιδραστικών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη εργαλειοποιείται ως ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός. Ως η απειλή που αλλοιώνει τα θεμελιώδη δικαιώματα του δυτικού δημοκρατικού κεκτημένου και επιβάλλει μία αλλοπρόσαλλη «ατζέντα». Στο βιβλίο «Το woke κίνημα δεν υπάρχει – η κατασκευή ενός μύθου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις (σε μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά, που πρότεινε επαρκέστατες λύσεις για διαφορετικά νοήματα), ο Πολικάρ περιγράφει την ανάδυση της έννοιας και αναλύει τα διαφορετικά στάδια από τα οποία πέρασε μέχρι την πλήρη αλλοίωση από την πλευρά της συντηρητικής Δεξιάς και της alt-right.

Ο θόρυβος για τη «woke ατζέντα», ισχυρίζεται ο διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, ερευνητής – εταίρος στο Κέντρο Πολιτικών Ερευνών (CEVIPOF) του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για την υπεράσπιση των αντιδραστικών απόψεων που αρνούνται τον συστημικό χαρακτήρα των αδικιών και των ανισοτήτων. Υποδεικνύεται ένας υποτιθέμενος εσωτερικός εχθρός, σύμμαχος και συνένοχος των αντιπάλων του «δυτικού πολιτισμού», τα θεμέλια του οποίου επιδιώκει, δήθεν, να υποσκάψει.

Από την άλλη, παραδέχεται ότι υπερβολές υπάρχουν και στην αντίπερα όχθη. «Δεν ισχυριζόμαστε ότι οι μουσουλμάνοι απέχουν εντελώς του αντισημιτισμού. Η πλήρης απαλλαγή τους από αυτή την κατηγορία, επειδή δεν πρέπει να παρατραβάμε το σκοινί, θα ήταν κάτι ηθικά ανέντιμο και πολιτικά αυτοκτονικό. Πώς να αγνοήσουμε τον επιθετικό αντισημιτισμό που χαρακτηρίζει τον τζιχαντισμό και στον οποίο είναι ευάλωτοι κάποιοι νεαροί μουσουλμάνοι;» (σ. 37). Ο Πολικάρ απάντησε στα «ΝΕΑ» μέσω ερωτηματολογίου.

Τι σημαίνει τελικά «woke» όσον αφορά την προστασία των μειονοτήτων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων;

Η λέξη «woke» χρησιμοποιείται ήδη από την εποχή της κατάργησης της δουλείας για να περιγράψει τις εμπειρίες των μαύρων μέσα σε μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από ρατσισμό και διακρίσεις. Η έκφραση «είμαι woke» έγινε για πρώτη φορά δημοφιλής στις ΗΠΑ εντός της αφροαμερικανικής κοινότητας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και αναφερόταν στην ανάγκη των ανθρώπων να μείνουν σε εγρήγορση απέναντι στην αδικία. Εμφανίστηκε μάλιστα το 1943 σε ένα άρθρο του «Atlantic», όπου την επικαλούνταν ένας μαύρος συνδικαλιστής καλώντας σε δράση ενάντια στην οικονομική εκμετάλλευση. Το σύνθημα, που υιοθετήθηκε από το κίνημα Black Lives Matter μετά τους θανάτους του Eric Garner στη Νέα Υόρκη και του Michael Brown, ο οποίος πυροβολήθηκε από έναν λευκό αστυνομικό στο Φέργκιουσον το 2014, κέρδιζε συνεχώς δημοτικότητα. Ο Κέντρικ Λαμάρ είναι το πιο διάσημο πρόσωπο του κινήματος και το τραγούδι του Alright έγινε το 2015 ο οιονεί επίσημος ύμνος του. Στη συνέχεια βέβαια το οικειοποιήθηκαν οι αμερικανοί συντηρητικοί με σκοπό να το δυσφημήσουν και, γενικότερα, να απαξιώσουν όσους το χρησιμοποιούν. Ετσι καθιερώθηκε ο όρος «γουοκισμός», υποδηλώνοντας την ύπαρξη ενός ομοιογενούς πολιτικού κινήματος υπεύθυνου για τη διάδοση της woke ιδεολογίας. Εχουμε λοιπόν περάσει από ένα επίθετο (woke) σε ένα ουσιαστικό (γουοκισμός) που, παρεμπιπτόντως, δεν χρησιμοποιούν οι Αγγλοσάξονες.

Πιστεύτε ότι η παγκόσμια Δεξιά και η alt-right έχουν πετύχει οριστικά να μετατρέψουν το «woke» σε όπλο εναντίον όλων όσα εκπροσωπεί η Αριστερά ή πρόκειται για μια σύγκρουση σε εξέλιξη; Eχουν κερδίσει τις μάχες, δηλαδή, αλλά όχι τον πόλεμο;

Ο όρος «woke» χρησιμεύει κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ ως δικαιολογία για να ξεκινήσουν εκστρατείες λογοκρισίας στο όνομα του αντιγουoκισμού και στην Ευρώπη για την εισαγωγή του τρόπου σκέψης της αμερικανικής Ακροδεξιάς – ελλείψει οποιασδήποτε απειλής. Αυτό που φαίνεται  εντυπωσιακό σε όλες τις μορφές αντιγουοκισμού είναι ότι η προσκόλλησή τους στη λέξη «woke» – η οποία στην πραγματικότητα καταλήγει ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο, διότι επιτρέπει κάθε είδους σύγχυση – τους επιτρέπει να αποφεύγουν το μόνο σημαντικό ερώτημα: «Πιστεύετε ότι οι συστημικές αδικίες πρέπει να γίνονται αποδεκτές;». Ο αντιγουοκισμός πηγάζει στην πραγματικότητα από την επιθυμία για υπεραπλούστευση, αλλά και για λήθη του παρελθόντος. Μια επιθυμία να ξαναγραφτεί η Ιστορία. Από αυτή την άποψη, έχει σίγουρα σημαντική επιτυχία στη στρατηγική του πολιτισμικού πολέμου. Στην πραγματικότητα, απηχεί τη σκέψη του Αντιδιαφωτισμού μετά το 1789: αντλεί από τα επιχειρήματα του Eντμουντ Μπερκ το 1790, σύμφωνα με τα οποία ο Γαλλικός Διαφωτισμός οδήγησε αναπόφευκτα στη βασιλεία της Τρομοκρατίας.

Είναι μόνο προσωπική μου αίσθηση ότι ακόμη και σήμερα πολλοί ακτιβιστές θα απέφευγαν να αυτοχαρακτηριστούν «woke»; Oτι είναι πιο εύκολο να δηλώσουν, για παράδειγμα, αντιρατσιστές;

Eχετε δίκιο. Ο αντιρατσισμός έχει θετική εικόνα προς τα έξω, ενώ η έννοια «woke» συνδέεται ακουσίως με την αντίθεση στις θεμελιώδεις ελευθερίες μας: την ελευθερία της έκφρασης, της δημιουργικότητας και του ατομικού προγραμματισμού. Παρ’ όλ’ αυτά, αν κατανοήσει κανείς σωστά τη λειτουργία του, μπορεί να αποτελέσει μέρος του αντιρατσιστικού αγώνα.

Η γαλλική ή η αμερικανική Αριστερά – όποια κι αν έχει μείνει – μπορούν να δηλώσουν woke; Τι σημαίνει για τους εκπροσώπους της η έννοια αυτή;

Από τη στιγμή που ο όρος χρησιμοποιείται ως μέσο για να απαξιωθούν και να «απονομιμοποιηθούν» οι πολιτικοί αντίπαλοι, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι είναι γουοκιστής. Eνας λόγος παραπάνω που συγκεκριμένο κομμάτι της Αριστεράς, αυτό που θα αποκαλούσα εθνικοδημοκρατικό, συμμετέχει στον αγώνα εναντίον της woke με επιχειρήματα που δεν απέχουν από εκείνα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς.

Κρίσιμο ζήτημα ως προς αυτό είναι η στρατηγική της πόλωσης, την οποία ευνοούν ακόμη και άνθρωποι της Αριστεράς: το «εμείς εναντίον των άλλων», δηλαδή. Μπορεί αυτή η νοοτροπία να αντιστρέψει τους σκοπούς της woke κοινότητας;

Δεν πιστεύω καν ότι είναι βιώσιμη ή επιθυμητή μια woke εκστρατεία που θέτει στόχους. Κανείς δεν θα την υιοθετούσε. Αυτό που επιβεβαιώνεται, από την άλλη, είναι ότι ο αγώνας εναντίον του woke κατάφερε να διασπείρει καχυποψία για ένα κομμάτι του πληθυσμού που είναι «ξένο» προς τη λευκή χριστιανική κουλτούρα: δηλαδή, για τη μουσουλμανική μειονότητα.

Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στις έννοιες του wokeness, της πολιτικής ορθότητας και της «κουλτούρας ακύρωσης»;

Καθώς ζούμε την καταδίκη του γουοκισμού, παρακολουθούμε να επαναλαμβάνονται οι κατηγορίες περί πουριτανισμού, περί διακινδύνευσης της ελευθερίας της έκφρασης και της δημιουργικότητας και, φυσικά, περί «τυραννίας των μειονοτήτων». Ο γλωσσολόγος John McWhorter έχει επισημάνει ότι η κριτική εναντίον της πολιτικής ορθότητας αντικαθίσταται πλέον με την κριτική του woke. Η πρώτη, αφού χρησιμοποιήθηκε από αριστερούς ακτιβιστές, αποτέλεσε στόχο επίθεσης των συντηρητικών και της Ακροδεξιάς στις ΗΠΑ ενάντια στην υποτιθέμενη εξουσία των μειονοτήτων. Οσον αφορά την κουλτούρα της ακύρωσης είναι συχνά ο μόνος τρόπος για όσους δεν έχουν εξουσία να εκφράσουν την αγανάκτησή τους, εφιστώντας την προσοχή σε ορισμένες δυσλειτουργίες που η κοινωνία αποδέχεται τόσο εύκολα.

Συμφωνείτε με την άποψη ότι οι woke ακτιβιστές έχουν παρατραβήξει το σχοινί σε κάποια σημεία, ώστε να δημιουργούνται αντιριφλέξ ακόμη και σε ένα μετριοπαθές ακροατήριο;

Σίγουρα ναι, αλλά σε όλες τις ιστορικές περιόδους υπήρχαν αντίστοιχα συμπτώματα αυτής της «παθολογίας του ακτιβισμού». Μοιάζουν με την εκδήλωση μιας ανυπομονησίας για αλλαγή. Οι δομές της καταπίεσης έχουν τόσο μεγάλο ιστορικό βάθος που ακόμη και αυτή η αγανάκτηση γίνεται κατανοητή.

«ΙΣΛΑΜΟΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ»

«Ο εχθρός στο εσωτερικό της κοινωνίας»

Μία ξεχωριστή έννοια που απασχολεί τον Πολικάρ μέσα στο βιβλίο είναι ο «ισλαμοαριστερισμός», φορτισμένος ήδη από προηγούμενους πολιτισμικούς πολέμους. Οι υποστηρικτές του, όπως ο Ζιλ Κεπέλ, θεωρούν ότι αντιστοιχεί σε μια πραγματικότητα: τη στήριξη ριζοσπαστικών τάσεων μέσα στα πανεπιστήμια, φιλικών προς τον ισλαμισμό. Οι σκεπτικιστές, όπως ο διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας Ολιβιέ Ρουά, επισημαίνουν την ασάφειά του και δεν βρίσκουν τις «ισλαμιστικές αναφορές» που συνεπάγεται. Οι δυο τους μάλιστα είχαν συμμετάσχει σε διάλογο των «ΝΕΩΝ» τον Μάρτιο του 2021 ύστερα από την παρέμβαση της τότε υπουργού Ανώτατης Εκπαίδευσης Φρεντερίκ Βιντάλ, την οποία υπενθυμίζει ο Πολικάρ: τότε, λοιπόν, «εξέφρασε την επιθυμία (στο CNews, το οποίο γνωρίζουμε τι ρόλο παίζει στη διάδοση της φασιστοειδούς σκέψης) με στόχο να διακρίνει “τι εμπίπτει στην ακαδημαϊκή έρευνα” και “τι εμπίπτει στον ακτιβισμό και την έκφραση άποψης”, να εκπονήσει μελέτη σχετικά με τον “ισλαμοαριστερισμό” στο πανεπιστήμιο. Τέτοια μελέτη δεν εκπονήθηκε τελικά, η ιδέα όμως ότι ο ακτιβισμός έχει προσβάλει σαν γάγγραινα την ακαδημαϊκή έρευνα δεν άφησε αδιάφορους τους διανοούμενους…».

Πιστεύετε ότι τελικά ο όρος «ισλαμοαριστερισμός» ενείχε κάποια αλήθεια ή ήταν μια θεωρητική κατασκευή την οποία εργαλειοποίησε η Δεξιά;

Η υπόθεση για τη σύσταση του ισλαμοαριστερισμού βασίζεται σε ένα κείμενο του Chris Harman από το 1994, ενός από τους ηγέτες του βρετανικού τροτσκιστικού κόμματος Socialist Workers Party (SWP), με τίτλο «Ο Προφήτης και το Προλεταριάτο», στο οποίο συζητά πιθανές στρατηγικές συγκλίσεις μεταξύ ισλαμισμού και αριστερισμού. Υποδεικνύει, λοιπόν, μια «συγκυριακή» συμμαχία μεταξύ επαναστατικών σοσιαλιστικών κινημάτων και ισλαμιστών. Το επιχείρημα είναι κλασικό: πρέπει να συμμαχεί κανείς στο πλευρό των ισλαμιστών όταν αυτοί αντιτίθενται στον ιμπεριαλισμό ή στο κράτος.

Σε μια διαφορετική προοπτική, η ιδέα προωθήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 από τον Πιέρ Αντρέ Ταγκιέφ, καθώς υπερασπιζόταν την ιδέα μιας δομικής σύγκλισης μεταξύ της Ακρας Αριστεράς και των ισλαμιστικών κύκλων στο όνομα της παλαιστινιακής υπόθεσης, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, είχε γίνει μια μεγάλη επαναστατική υπόθεση. Αυτή η σύγκλιση – τις απαρχές της οποίας εντοπίζει χρονικά ήδη στο Συνέδριο του Μπακού του 1920 – θα ερμήνευε τόσο τον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό της Ακρας Αριστεράς όσο και τη μετατροπή του αγώνα εναντίον του ρατσισμού σε «αγώνα κατά της ισλαμοφοβίας» – μια υπόθεση εξαιρετικά εύθραυστη.

Τέλος, η κατηγορία επανήλθε όντως μετά τη δήλωση της Φρεντερίκ Βιντάλ, τότε υπουργού Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας, στις 16 Φεβρουαρίου 2021, στο CNews, όπου ισχυρίστηκε ότι «ο ισλαμοαριστερισμός μολύνει την κοινωνία και ότι το Πανεπιστήμιο δεν είναι απρόσβλητο». Είναι εκπληκτικό ότι κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι ο ρόλος του κράτους είναι να καθορίζει ποιες ιδεολογικές τάσεις είναι αποδεκτές. Εκπληκτικό όσο και βλακώδες. Οπως επισήμανε ο Φρανσουά Ντιμπέ (σ.σ.: γάλλος κοινωνιολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Ο καιρός των θλιμμένων παθών – ανισότητες και λαϊκισμός»), «σύμφωνα με τον παλιό νόμο περί γενεσιουργού προφητείας, η διαδικασία αυτή οδηγεί στην έλευση του αντιπάλου τον οποίο πολεμά»». Κι όμως, η καταγγελία παραμένει ακόμη και σήμερα εξαιτίας της λειτουργίας που επιτελεί: να καταδείξει τον εχθρό στο εσωτερικό της κοινωνίας.