Ο Πρωθυπουργός μας είπε, χθες, μεταξύ πολλών άλλων, ξανά, ότι δεν είναι ικανοποιημένος από το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου στη χώρα. Τον φαντάζεται κανείς να αναστενάζει στο γραφείο του στο Μαξίμου, συλλογιζόμενος το χαμηλό επίπεδο στο οποίο τον υποβάλλουμε εμείς οι τσοκαρίες. «Κλείσε Γιωργάκη το παράθυρο» θα λέει, «πάλι μύρισε ο Μπίθουλας».

Αυτό ίσως εξηγεί το ότι ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι έφερε, στα σοβαρά, ως υπόδειγμα διαχείρισης μνημείου σαν τον Άγνωστο Στρατιώτη, το στρατιωτικό νεκροταφείο στο Αρλινγκτον της Βιρτζίνια, ένα κανονικό νεκροταφείο, με τάφους και κηδείες. Σκέφτηκε ότι, να, στρατιώτες θάβονται εκεί, για στρατιώτη είναι και το κενοτάφιο το δικό μας. Και σε κανέναν δικό του άνθρωπο δεν φάνηκε έτσι κάπως άστοχο να αποζητάς το κέντρο της πολιτικής ζωής του τόπου να συγκρίνεται με θάνατο. Γιατί αυτό θυμίζουν τα ονόματα και τα κεριά που τόσο τους ενοχλούν εκεί. Απαιτεί σιωπή νεκροταφείου ο πρωθυπουργός, γιατί δεν θέλει να ακούει τα στοιχειά από τα μνήματα των Τεμπών.

Τέτοια συζήτηση δεν σκέφτηκε ποτέ κανείς να ανοίξει. Οι προκάτοχοί του δεν σκέφτηκαν ποτέ να απαγορεύσουν, όχι συναθροίσεις με γλαστράκια, αλλά ούτε καν τις διαδηλώσεις με κρεμάλες και βρισιές, σε πρόσφατες εποχές και κάπως άγριες, τότε που πέρναγαν οι βουλευτές στα κρυφά υπό απειλές προπηλακισμών. Ισως, βέβαια, να μην τα θυμάται καλά αυτά ο Μητσοτάκης. Ο ίδιος, τότε, ήταν αντιμνημονιακός. Αργότερα διαδήλωσε κι αυτός εκεί που σήμερα θα παρανομούσε. Τώρα, όμως, αναγκάζεται, λέει. Ναι, αναγκάζεται, να γίνει ο πρώτος της Μεταπολίτευσης που νομοθετεί ορίζοντας που και πώς θα συναθροιζόμαστε. Γιατί απειλείται. Απειλείται από γλαστράκια και τσαντίρια.

Αφού τα είπε όλα αυτά έγραψε μια πένθιμη δήλωση για τον Διονύση Σαββόπουλο. Τον φαντάστηκα μετά την ψήφιση της τροπολογίας να κατεβαίνει τυλιγμένος με μια σημαία μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, να ανάβει ένα καντήλι και να τιμά τον προορισμό του μνημείου σιγοτραγουδώντας: «Πού πας παλικάρι πομπές ξεκινούνε κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στον βωμό, ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό. Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό, οι προβολείς με στραβώνουν και πάω και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ».