Τι να γράψω για τον Σαββόπουλο; Αφού σε ό,τι γράφω, σε ό,τι έχω γράψει στη ζωή μου, τις περισσότερες φορές υπάρχει πάντα και λίγο Σαββόπουλος. Και όσο κι αν δεν μου αρέσει να αναφερόμαστε στον εαυτό μας με αφορμή τον θάνατο ενός σπουδαίου, με τον Σαββόπουλο δεν γίνεται να το αποφύγεις. Διότι έκανε όσο κανένας άλλος καλλιτέχνης το συλλογικό προσωπικό. Μιλούσε για άλλους, αναφερόταν σε όλους, και όμως, με έναν μαγικό τρόπο, ήταν σαν να σου ψιθύριζε κάτι στ’ αφτί.

Το ένιωσα για πρώτη φορά, μαθήτρια του Δημοτικού ακόμη, όταν με έκανε να τραγουδάω Χριστιανόπουλο χωρίς να ξέρω ότι τραγουδάω Χριστιανόπουλο. Το «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα / ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα, μα δεν ταιριάζουνε για μένα» το άκουγα σαν παιάνα αποχαιρετισμού στην παιδική ηλικία μου. Η «Νταρντάνα η Ζωζώ» ήταν μια χαραμάδα που με άφηνε να κρυφοκοιτάζω την εξαγνισμένη αμαρτία του αγοραίου σεξ. Και μετά ήρθε η «Θαλασσογραφία», το soundtrack της προεφηβικής μου ονειροπόλησης, κι εκείνη η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» όπου είχα την αίσθηση ότι ένα ραβασάκι ήταν κρυμμένο στους στίχους του και, πολλές δεκαετίες αργότερα, έμαθα ότι ήταν γραμμένο για τον Τσε Γκεβάρα και, για να ξεγελάσει τη χουντική λογοκρισία, έβαλε στον στίχο τον ήρωα της Επανάστασης. Και αργότερα, ξετρελάθηκα με εκείνο το ανόσιο σμίξιμο των αντίθετων συμβόλων στη «Δημοσθένους λέξη», εκεί που στέκονται μαρμαρωμένοι «οι ρήτορες και οι λωποδύτες, ζητιάνοι, εταίρες και προφήτες». Αλλά και στο «Ολαρία Ολαρά», εκεί που μαζεύονται γύρω γύρω «…ο μαρκήσιος Ντε Σαντ με έναν χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά, ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον Σατανά». Ηταν το προανάκρουσμα της συνειδητοποίησης ότι ο κόσμος μας όχι μόνο τους χωράει, αλλά και τους χρειάζεται όλους.

Από το τραγούδι του Σαββόπουλου άκουσα πρώτη φορά για το Κιλελέρ και έψαξα να μάθω περί τίνος επρόκειτο. Το ίδιο και με την αμνηστία του 1964. Και ο Σαββόπουλος ήταν αυτός που έσκισε «μπροστά στα μάτια μου» τα τούλια της ηρωικής Ελλάδας και με έκανε να τη δω σαν «ατέλειωτη παράγκα, παράγκα του χειμώνα». (Και ο ίδιος, κάμποσα χρόνια αργότερα, με έκανε να συγκινηθώ μέχρι δακρύων με το «Τσάμικο», να δω την «Ελλάδα που αντιστέκεται, την Ελλάδα που επιμένει» ή να αναφωνήσω «Εθνική Ελλάδος, γεια σου»).

Η ζωή με ευλόγησε και στα 19 μου χρόνια με πήγε στη δισκογραφική εταιρεία Lyra, στον Αλέκο Πατσιφά και στον Διονύση Σαββόπουλο. Την πρώτη φορά που μπήκα σε στούντιο ηχογράφησης, τον άκουσα να τραγουδάει «Τα όνειρά σου μην τα λες γιατί μια μέρα κρύα μπορεί και οι φροϊδιστές να ‘ρθουν στην εξουσία» κι έγινε αυτή η φράση η ζωή μου όλη. Και πηγαινόφερνα στο υπουργείο Προεδρίας τους στίχους από το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» για να πάρουν την τελική άδεια από τη λογοκρισία. (Ναι, υπήρχε το 1979 και το 1980 λογοκρισία).

Μας έδωσε τα λόγια για να μην είμαστε μοναχοί

Στον Σάββοπουλο (και σε δυο – τρεις άλλους όπως ο Σταμάτης Φασουλής λόγω Ελεύθερου Θεάτρου) χρωστάω τη δουλειά μου, τον βιοπορισμό μου μέχρι σήμερα. Από τον λόγο του έμαθα να γυρίζω ανάποδα τις λέξεις, να τις στύβω μέχρι να φτάσω στο κουκούτσι τους, να θεωρώ την κάθε φράση ένα ξεχωριστό αρχιτεκτόνημα.

Και αναρωτιέμαι τι θα ήταν η τρέχουσα ελληνική γλώσσα χωρίς τα δικά του λόγια. Χωρίς το «Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς», το «Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει», το «Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράγμα», το «Σε παραλίες σκουπιδοτόπων», το «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε», το «Ροκ του μέλλοντός μας»; Θα ‘τανε, δεν θα ‘τανε, τίποτα δεν θα ‘τανε. Διότι ο Σαββόπουλος ήταν ο αφηγητής της ζωής μας. Και δεν ξέρω αν έκανε το παραμύθι του Ιστορία ή την Ιστορία μας παραμύθι.