Στις τελευταίες σφυγμομετρήσεις (ενδεικτικά: MRB 18/9), καταγράφονται τα ποσοστά 11 (!) κομμάτων που προτείνονται στους έλληνες ψηφοφόρους. Παρ’ όλα αυτά το όχι ασήμαντο 5% προτιμά «άλλο κόμμα». Και ένα θηριώδες 22,4% ανήκει στη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο». Ο κατακερματισμός είναι το βασικό χαρακτηριστικό στο σημερινό πολιτικό τοπίο.

Υπάρχουν τα υπολείμματα του ιστορικού δικομματισμού – που οριακά αθροίζουν 30%. Μαζί με το περίπου σταθερό ποσοστό του ΚΚΕ είναι τα απομεινάρια της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Υπάρχουν επίσης τα ισότοπα από τη σχάση του ΣΥΡΙΖΑ, με πολύ μικρή περίοδο ημιζωής, που πασχίζουν να φτάσουν έως την κάλπη. Και, κυρίως, από την εξόφθαλμη κρίση αντιπροσώπευσης έχει προκύψει μια πανσπερμία αρχηγικών σχημάτων. Επιβλητική ηγεσία δεν σημαίνει αναγκαστικά προσωποπαγές κόμμα – όπως έδειξε η διάρκεια της ΝΔ του Καραμανλή και του ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου. Και κόμματα αρχών μπορεί να είναι προσωποκεντρικά, όπως το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη ή η ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη. Σήμερα, τα κόμματα-καταφύγια για παραπαίοντες εκλογείς είναι απολύτως αρχηγικά. Αναρωτιέται κανείς τι μένει από την Πλεύση Ελευθερίας χωρίς την κ. Κωνσταντοπούλου, τι είναι το ΜέΡΑ25 χωρίς τον κ. Βαρουφάκη, το Κίνημα Δημοκρατίας χωρίς τον κ. Κασσελάκη, η Φωνή Λογικής χωρίς την κ. Λατινοπούλου. Και η Ελληνική Λύση, που διεκδικεί ακόμη και τη δεύτερη θέση, είναι ένα ακόμη προϊόν στη θυρίδα του λαοπρόβλητου πωλητή – ένα «Βουλευτικόν», που όπως το «Βαδιστικόν» και το «Εντερικόν» υπάρχουν στην αγορά μόνο λόγω της ικανότητάς του στην προώθησή τους.

Έχει από όλα για όλους – αλλά τίποτα δεν αρκεί. Οι εκλογείς, όπως και οι καταναλωτές, δεν ξέρουν εκ των προτέρων τι ακριβώς θέλουν. Η δουλειά των κομμάτων είναι να τους προτείνουν (και να τους πείθουν για την αξία) ιδεών, στόχων και πολιτικών προγραμμάτων – όχι να προσπαθούν με όλο και βαθύτερες τεχνικές ανάλυσης του κοινωνικού αισθήματος να προσαρμοστούν στις συγκυριακές τάσεις του.

Κάθε φορά που υπήρξε ευρύς κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων, συνέβη ένα από τα δύο: είτε συσπείρωση μιας παράταξης και μακρά κυριαρχία της, όπως για πάνω από μια δεκαετία μετά το 1952, είτε – συνηθέστερα – παρατεταμένη αστάθεια και κατόπιν επικράτηση ενός νέου δικομματισμού. Το σημερινό εκλογικό σύστημα ευνοεί την αστάθεια. Οχι μόνον επειδή είναι ισχυρά αναλογικό αλλά και λόγω της έλλειψης κουλτούρας συνεργασιών. Για τη ΝΔ, η σχετική συζήτηση θεωρείται δείγμα ηττοπάθειας και αδυναμίας. Για το ΠΑΣΟΚ γεννά περισσότερα εσωτερικά προβλήματα από όσα μπορεί να αντιμετωπίσει, επομένως προβάλλεται η «αυτόνομη πορεία» – εντυπωσιακή άρνηση της πραγματικότητας για ένα κόμμα που καταγράφει ποσοστό 12%, αλλά σε πλήρη σύμπνοια με το αίσθημα της βάσης που του έχει απομείνει. Στην Αριστερά συζητούν για ένωση των «προοδευτικών δυνάμεων» – που θα ήταν εξαιρετικό σχέδιο εάν αυτές υπήρχαν. Και για τους άλλους όλοι ξέρουν ότι τα πάντα θα διαπραγματευθεί ο αρχηγός. Αλλά το θεσμικό υπόστρωμα της χώρας δεν είναι συμβατό με αυτό το πλαίσιο. Το Σύνταγμα δίνει λίγες μέρες για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ενώ όλοι αρνούνται να συζητήσουν προγραμματικές συγκλίσεις εκ των προτέρων. Με την προοπτική αλλεπάλληλων εκλογών, χρειάζεται μια αλλαγή κουλτούρας (δύσκολο και απαιτεί χρόνο) ή μια συζήτηση για συναινετική κατά το δυνατόν μετάβαση σε ένα νέο εκλογικό σύστημα.