Οταν το 1945 η πρώτη ελληνική ταινία κινουμένων σχεδίων έκανε δειλά την εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι άνοιγε ένας δρόμος που θα άντεχε οκτώ δεκαετίες. Ενας δρόμος δύσβατος που χτίστηκε σχεδόν από το μηδέν και διαμόρφωσε μια νέα κινηματογραφική γλώσσα. Σήμερα, 80 χρόνια μετά, το ελληνικό animation δεν είναι απλώς μια καλλιτεχνική περιπέτεια αλλά ένα ζωντανό κομμάτι της πολιτιστικής μας δημιουργίας.
Με αφορμή αυτή τη συμβολική επέτειο, το Animasyros τιμά τους πρωτοπόρους της τέχνης της εμψύχωσης με το αφιέρωμα “The Great Greek Masters” σε επιμέλεια Κλεοπάτρας Κοραή και Δημήτρη Μπέλλου. Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων επιστρέφει στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων από τις 22 έως τις 28 Σεπτεμβρίου, μ’ ένα πρόγραμμα πιο πλούσιο από ποτέ και φετινή θεματική με τίτλο “Animated Cosmos”. Κομμάτι του είναι το αφιέρωμα στους βετεράνους του ελληνικού animation. Εκεί, θα αναδειχθεί το έργο πέντε δημιουργών που έβαλαν το προσωπικό τους αποτύπωμα στην άνθηση μιας νέας τέχνης που παρέδωσαν στις επόμενες γενιές: των Γιάννη Κουτσούρη, Αγγελου Χατζηανδρέου, Ιορδάνη Ανανιάδη, Αντας Γανώση και Γιώργου Σηφιανού.
Επιστρέφοντας στις ρίζες του ελληνικού animation, θα προβληθούν ταινίες από τις δεκαετίες 1940 έως 1980, μαζί με διαφημιστικά σποτάκια και βινιέτες διαφορετικών ειδών, κάποιες σε αποκατεστημένες κόπιες με πρωτοβουλία του Animasyros. Η έκθεση που θα συνοδεύει το αφιέρωμα αναδεικνύει σπάνιο υλικό των δημιουργών, όπως σχέδια, ζελατίνες, storyboards και φωτογραφίες από τα στούντιό τους. Ετσι, θα ζωντανέψει ξανά μια εποχή με αυτοσχέδιες τεχνικές, πειραματισμούς, ατελείωτες ώρες δουλειάς, χωρίς θεσμούς και υποδομές αλλά με μπόλικο μεράκι. «Ηταν δύσκολα τότε τα πράγματα, αλλά υπήρχε πραγματικά αγάπη και προσπάθεια για να υπάρχει αποτέλεσμα, και υπήρχε αποτέλεσμα. Εχουμε πάρει βραβεία στις Κάννες, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο. Προσωπικά, έχω πάρει πάνω από 100 βραβεία σε ελληνικές και διεθνείς παραγωγές», αναφέρει ο Αγγελος Χατζηανδρέου μιλώντας στο «Νσυν». Ο ίδιος μαθήτευσε δίπλα στον Αντώνη Ευθυμιάδη, πρωτοπόρο του animation, κι έγινε από τους πρώτους που στελέχωσαν το 1968 τη νεοσύστατη εταιρεία Αρώνης – Ευθυμιάδης, φθάνοντας να υπηρετήσει ως καλλιτεχνικός διευθυντής και διευθυντής του ατελιέ. Στη συνέχεια, ίδρυσε μαζί με συναδέλφους του την Κίνο, διευρύνοντας το καλλιτεχνικό του πεδίο, σκηνοθετώντας live action, διαφημιστικά κι εταιρικά βίντεο. Αλλωστε, οι περισσότεροι δημιουργοί της εποχής βρήκαν στη διαφήμιση ένα πρόσφορο έδαφος για να αναπτύξουν τις τεχνικές τους στο animation.
Η ώθηση της διαφήμισης
«Η διαφήμιση έδωσε μια ώθηση προς την παραγωγή. Γιατί όταν δουλεύεις μια διαφήμιση, ξεκινάς από το μηδέν, πράγμα που δεν υπάρχει όταν κάνεις τη δική σου ταινία. Με τη διαφήμιση μπήκαμε σ’ έναν επαγγελματισμό που τότε έλειπε από την Ελλάδα, αλλά μέσω αυτής αναπτύχθηκε το συγκεκριμένο προφίλ. Η παραγωγή καθορίστηκε από εμάς όλους που κάναμε διαφήμιση αφού ήταν η μόνη που υπήρχε. Ο σχεδιαστής, αυτοί που μελάνωναν τα σχέδια, αυτοί που έκαναν το σπικάζ, την ανάλυση του διαλόγου, εμφανίστηκαν σαν ειδικότητες εκεί», θυμάται ο Ιορδάνης Ανανιάδης, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του κάνοντας διαφημιστικά φιλμ στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια, όμως, ανοίγοντας το δικό του ατελιέ στην Αθήνα, ανέπτυξε τις προσωπικές του ταινίες όπως η «Πανδαισία», η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο «Αδάμ», που έφτασε στη shortlist των Οσκαρ της κατηγορίας μικρού μήκους animation. Το ελληνικό κοινό, ωστόσο, δεν ήταν πάντα σε θέση να εκτιμήσει τα σχέδιά του. «Ακουγες γνωστούς να λένε “τα καραγκιοζάκια σου πώς πάνε;”. Χωρίς να έχουν σχέση τα κινούμενα σχέδια με τον Καραγκιόζη», τονίζει.
Σήμερα, ολοκληρώνει την ενδέκατη προσωπική του παραγωγή, επιμένοντας να σκιτσάρει στο χέρι. «Οι ταινίες που γίνονται στον υπολογιστή μπορώ να πω ότι μοιάζουν η μία με την άλλη, με την έννοια ότι τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούν είναι ίδια. Βγαίνει τόσο άψογη, τόσο τέλεια, που ζητάς το λάθος που κάνει το χέρι. Ο άνθρωπος δίνει μια άλλη διάσταση στην ταινία. Βλέποντάς την, το καταλαβαίνεις», επισημαίνει. Μαζί του συμφωνεί και η Αντα Γανώση. «Στον υπολογιστή έχεις μια ευκολία, αλλά το τελικό σχέδιο δεν είναι σαν ένα έργο τέχνης που το βλέπεις μπροστά σου, μυρίζεις το χρώμα του. Η ψηφιακή εικόνα δεν έχει τη γλύκα, τη φρεσκάδα που έχει η χειροποίητη δουλειά. Η διαφορά, για μένα, είναι ότι έρχεται από την ψυχή. Αλλιώς δουλεύεις την έκφραση, τα πρόσωπα, την κίνηση. Ο υπολογιστής τελειοποιεί τα πάντα. Η ατέλεια είναι όμως αυτή που βγάζει τη γλύκα, αυτό που έρχεται πιο κοντά στο φυσικό. Αλλωστε, οι ατέλειες είναι αυτές που προσθέτουν στην ομορφιά μας ως ανθρώπων», υπογραμμίζει.







