Ο διαγωνισμός που λήγει σήμερα για τα οικόπεδα νότια της Κρήτης και της Πελοποννήσου είναι ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα γεγονότων. Η αλήθεια είναι ότι στη βιομηχανία υδρογονανθράκων ο χρόνος μετριέται με (πολλά) χρόνια ή και δεκαετίες. Επομένως πρέπει να είμαστε οπλισμένοι με υπομονή αφού, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, το νωρίτερο που θα μπορούσαμε να δούμε την παραγωγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι στις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του 2030.

Η ενδεχόμενη παρουσία στον διαγωνισμό μιας ή περισσότερων μεγάλων διεθνών εταιρειών, όπως για παράδειγμα της αμερικανικής Chevron, έχει δημιουργήσει πολλές ελπίδες τόσο στο οικονομικό κομμάτι του πρότζεκτ «Υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα» όσο και, κυρίως, στο γεωπολιτικό πεδίο. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ειδικά οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες του χώρου έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια πολύ προσεκτικές όσον αφορά τις νέες επενδύσεις. Και αυτή η στάση τους δεν έχει αλλάξει ουσιωδώς ακόμα και μετά την επανεκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι τώρα πια αυτές οι εταιρείες περισσότερο εστιάζουν στην αύξηση των αποδόσεων για τους μετόχους και επενδυτές τους και λιγότερο στην ποσοτική ανάπτυξη της παραγωγής τους. Άλλωστε και οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου δεν είναι τόσο ελκυστικές ώστε να δικαιολογούν την ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου.

Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, την Ελλάδα την ενδιαφέρει όμως πολύ να είναι επιτυχής ο διαγωνισμός γιατί, πριν έρθουν τα οικονομικά κέρδη, ευελπιστεί σε σημαντικά γεωπολιτικά κέρδη. Η υποβολή προσφοράς από μια μεγάλη αμερικανική εταιρεία για οικόπεδα νότια της Κρήτης σημαίνει αναγνώριση εκ μέρους της ότι αυτά βρίσκονται εντός των ορίων της δυνητικής ελληνικής ΑΟΖ. Και έχει σημασία ότι ο διευθύνων σύμβουλος αυτής της εταιρείας είναι από τους αγαπημένους CEO πετρελαϊκών του προέδρου Τραμπ. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η ίδια εταιρεία έχει συμμετάσχει σε διαγωνισμό για οικόπεδο της Λιβύης τα όρια του οποίου δεν προσβάλλουν τις ελληνικές θέσεις τότε αυξάνεται περισσότερο η ισχύς της Ελλάδας στο γεωπολιτικό πεδίο και αντίστοιχα αποδυναμώνεται το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Αλλά σίγουρα η υποβολή μιας τέτοιας προσφοράς, ακόμα και από μια τέτοια εταιρεία, δεν αποτελεί το μαγικό ελιξίριο που θα λύσει όλα τα προβλήματα της Ελλάδας με (κάποιες από) τις γειτονικές χώρες σχετικά με τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Αυτός ο δρόμος είναι μακρύς ακόμη.

Ο Γιώργος Στάμτσης είναι διδάκτωρ μηχανικός, στέλεχος Αγοράς Ενέργειας