Η σκληρή γεωπολιτική ρευστότητα που τυλίγει την περιοχή μας, που ανασχεδιάζει τη Μέση Ανατολή και εκβαθύνει την Ανατολική Μεσόγειο, χωρίζει και την ελληνική σκηνή αναλυτών, διπλωματών και στρατηγιστών, σε δύο, κυρίως, σχολές. Τους «πραγματιστές» που ισχυρίζονται ότι είναι ανυπέρβλητο πρόβλημα η ισχύς της Τουρκίας, άρα πρέπει να βρεθεί ένα σημείο αξιοπρεπούς συνυπαρκτικής υποχώρησης και τους ανυποχώρητους που θεωρούν ότι οποιαδήποτε συναλλαγή με τη γείτονα υποδηλώνει τουλάχιστον εθνικό έλλειμμα.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία. Τους «You Tube» ιστοριστές που, ας ομολογήσουμε, έχουν ακροαματικότητα. Δίνουν συναρμοσμένες, καλοκουμπωμένες εξηγήσεις και ηρεμούν τον ανεπιβεβαίωτο λαό.
Στο πλάι όμως της «μπαρόκ» ελληνικής πρόσληψης (και της διπλωματικής νωθρότητας), αναπτύσσονται τα μεγάλα, υπαρκτά και δυναμικά προβλήματα, που απλώς εγκιβωτίζουν τις ερμηνευτικές αντιφάσεις και εγκλωβίζουν τους ερμηνευτές σε ρόλους.
Η Τουρκία ούτως ή άλλως, καθίσταται υποχρεωτικός συνέταιρος με όλες τις χώρες και λαμβάνει χωρική, οικονομική, πολιτική προμήθεια από όλες.
Αδρανοποιεί τη Βουλγαρία διά της εκεί μεγάλης μουσουλμανικής μειονότητας, ελέγχει την ομάδα του κ. Ράμα στην Αλβανία, έχει δορυφοροποιήσει (τόσο με στρατιωτική όσο και οικονομική παρουσία) το επίσημο σκέλος της Λιβύης, εσχάτως και το έτερο, ανεπίσημο (του Χαφτάρ), ελέγχει το «συμμοριτικό» καθεστώς της Συρίας κ.λπ.
Προσπαθεί να αναχθεί στον προνομιακό τροχονόμο και ρυθμιστή όλου το συστήματος Αιγαίου – Ανατολικής Μεσογείου, άρα τόσο η διώρυγα του Σουέζ, όσο και η Μαύρη Θάλασσα (ήτοι κυρίως η Ρωσία) θα δεσμεύονται με υψηλά πολιτικά «διόδια». Είναι ενδιαφέρον και ενδεικτικό ότι μετά το τηλεφώνημα του κ. Φιντάν η υποτίθεται φιλική προς την Ελλάδα αιγυπτιακή πλευρά, εξέδωσε ρηματική διακοίνωση «αμφισβήτησης» της ελληνικής ΑΟΖ.
Η Ελλάδα είναι ένα είδος εμποδίου στη (μικρο)ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση της Τουρκίας. Μια μικρή άτυχη ακίδα. Η μετάβαση πάντως από τη μεγαλοκρατική «οθωμανίζουσα» φαντασίωση στην πραγματοποίηση, είναι ένα επίτευγμα της γειτονικής χώρας. Που το αισθάνεται η δική μας χώρα ως συνθλιπτικό. Αυτό το αίσθημα πολυετούς διάψευσης, μετά την ήττα στο Κυπριακό, εντάθηκε με την ήττα της χρεοκοπίας, που κατέστρεψε όλα τα άλλοθι. Γιατί η ψυχική εξισορρόπηση μετά τη στρατιωτική ήττα του ’74, υπήρξε ο πλουτισμός.
Η πολιτική, οικιστική, ενδυματολογική, «αυτοκινητιστική» εξάπλωση, άμβλυνε πίκρες και έκρυψε συμπλέγματα. Η χρεοκοπία διέλυσε όλες τις στρατηγικές μετάθεσης και τις τεχνικές απόκρυψης. Σήμερα, που έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα τεχνάσματα υπεκφυγής, είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε το δαιδαλώδες πρόβλημα. Να δούμε και όχι να σκηνοθετήσουμε.
Η διαφορά ισχύος των δύο χωρών δεν επιβάλει μόνο μια ποσοτική «αποκατάσταση», αλλά μια αποκατάσταση πολιτικής ευφυΐας και επινοητικότητας. Αξιοποίηση όλων των εργαλείων. Π.χ. επανένταξη του Κυπριακού στα επίδικα. Το Κυπριακό (η αναμέτρηση και η δικαιική εκκρεμότητα) αρχιτεκτονεί ως μέτρο και ανασυντάσσει όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τις σχέσεις της Τουρκίας με τις υπόλοιπες χώρες. Η Τουρκία, παραδόξως, ωθεί και την Ελλάδα σε μια ιδιότυπη (και αναπόφευκτη) διεθνοποίηση του πολιτικού της προβλήματος. Εκτός κι αν επιλέξει ακόμα μια φορά την εθελοτυφλία.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, καθηγητής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ







