Τα παιδιά άναψαν φωτιά στην αμμουδιά. Τα μισά παιδιά έφεραν καρπούζια. Τα έσφαξαν και βάλθηκαν να τα καθαρίζουν. Εβαλαν τα κομμάτια σε δίσκους μαζί με τα σταφύλια και τα σύκα. Είχαν καλεσμένους από όλα τα χωριά. Τα άλλα μισά παιδιά άναψαν τσιγάρα. Χλεύασαν τα ροζ δάχτυλα, τα γεμάτα με κουκούτσια. Εβγαλαν βότκα από μια τσάντα. Ηπιαν λαίμαργα και την έκρυψαν ξανά.
Τα μισά παιδιά καθάρισαν το εσωτερικό των καρπουζιών με τα δόντια. Τοποθέτησαν τα πράσινα κελύφη γύρω από τη φωτιά. Αφησαν τους δίσκους με τα φρούτα δίπλα στα αναψυκτικά. Εβαλαν τη μουσική τους δυνατά. Τα άλλα μισά παιδιά έλεγαν κάτι μυστικά. Μοιράζονταν ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο φυσώντας δυνατά.
Τα μισά παιδιά μάζεψαν ξύλα. Αφησαν κάποια σε μια άκρη και με τα υπόλοιπα έθρεψαν για λίγο τη φωτιά. Υστερα, μπήκαν στη σειρά και άρχισαν να πηδάνε από πάνω. Πιο ψηλά, πιο ψηλά, πιο δυνατά… Τα μισά παιδιά φώναζαν, χτυπούσαν παλαμάκια, ξεκαρδίζονταν. Τα άλλα μισά παιδιά αγόραζαν κάτι από έναν μεσήλικα που πλησίασε με ένα μηχανάκι. Καμπούριαζαν. Μιλούσαν συνωμοτικά. Επειτα, έσκυψαν στην άκρη της φωτιάς και άναψαν τρία παχιά τσιγάρα. Τα έβαλαν στο στόμα και κορδώθηκαν σαν να είχαν κερδίσει το λαχείο. Κορόιδεψαν τα υπόλοιπα παιδιά. «Τι βαρεμάρα!», σχολίασαν και τράβηξαν πέντε – έξι ρουφηξιές, την ώρα που στόλιζαν ο ένας τον άλλο με βρισιές.
Μια περίεργη μυρωδιά απλώθηκε τριγύρω. Μια παράξενη ατμόσφαιρα βάρυνε την ακροθαλασσιά. Μα ύστερα, ήρθαν κι άλλα παιδιά από τα χωριά και άλλα μηχανάκια, μπήκαν νέα ξύλα στη φωτιά, άρχισαν τα τσουγκρίσματα, τα πλατσουρίσματα, οι εναγκαλισμοί, τα τραγούδια και οι αγώνες για το ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά, πιο μακριά, πιο θαρρετά… Τα μισά παιδιά χόρευαν τώρα και γελούσαν. Τα άλλα μισά παιδιά φυσούσαν τον καπνό από τα τσιγάρα στα πρόσωπα των καλεσμένων με εστίαση στα κορίτσια. Τρία αγόρια από αυτά στάθηκαν δίπλα σε δυο ξανθομαλλούσες. Τους μίλησαν με ύφος Καζανόβα. Στην αρχή, τα κορίτσια χαμογέλασαν. Τα αγόρια πλησίασαν ακόμη πιο πολύ. Οταν άρχισαν να απλώνουν τα χέρια – πλοκάμια σε ανοίκεια σημεία, τα κορίτσια απομακρύνθηκαν. Πήγαν δίπλα στα καρπούζια. Το ένα από τα δύο αγόρια που ξαμόλησαν πλοκάμια, ένα κοντό, χλωμό παιδί με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, δεν δέχτηκε την ήττα. Ακολούθησε το κορίτσι με τα πελώρια στήθη και τα μακριά, ξανθά μαλλιά. Της μιλούσε και κολλούσε όλος πάνω της. Το κορίτσι τον έσπρωχνε, αλλά εκείνος συνέχιζε να προσπαθεί να βάλει το τσιγάρο ή το δάχτυλό του στα χείλη της. Ενα από τα παιδιά που καθάριζαν καρπούζια τού είπε να σταματήσει. Προέταξε το μαχαίρι χωρίς δεύτερη σκέψη. Τότε, το κοντό, χλωμό αγόρι πέταξε το τσιγάρο και έβγαλε σουγιά. Οι δύο έφηβοι στάθηκαν αντιμέτωποι για ώρα. Τα κορίτσια τούς κοίταζαν με τρόμο γέρνοντας ασυναίσθητα το ένα πάνω στο άλλο. Τα υπόλοιπα παιδιά χόρευαν, τσαλαβουτούσαν στη θάλασσα, μασουλούσαν τα φρούτα. Μια σπίθα άναψε στα χόρτα στο χωράφι λίγα μέτρα μακριά. Κανείς δεν έδωσε καμία σημασία. Δυο σπίθες, τρεις και ύστερα κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες… Ξάφνου, ένα αγόρι φώναξε. Από τα παιδιά με τα καρπούζια. Από τα παιδιά με τα αλάτια στα μαλλιά. Τα άλλα παιδιά διαγωνίζονταν ποιο θα πετάξει πιο μακριά τη γόπα από το τσιγάρο. Τα άλλα παιδιά ξερνούσαν ή άραζαν αποχαυνωμένα πιο ‘κεί στην αμμουδιά.
Τα μισά από τα μισά παιδιά άρπαξαν τα κελύφη από τα καρπούζια και τα βύθισαν στη θάλασσα. Τα γέμισαν με νερό και έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αδειασαν το υγρό πάνω στα φλεγόμενα χορτάρια, άρπαξαν κάποια άδεια πλαστικά μπουκάλια και επέστρεψαν στη θάλασσα. Τα μισά από τα μισά παιδιά γέμιζαν καρπούζια και μπουκάλια και πετούσαν το νερό μες στα χωράφια. Τα άλλα παιδιά κάπνιζαν και χασκογελούσαν ή ξάπλωναν στην άμμο σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Κάτι κινήθηκε για λίγο. Κάτι εμφανίστηκε μέσα από τις φλόγες σχεδόν νωχελικά. Κάτι μικρό, αργό, αθώο. Ενα ψηλό, μελαψό αγόρι γούρλωσε τα μάτια. Αφησε κάτω το καρπούζι και πλησίασε παραπατώντας σχεδόν ηρωικά. Μια χελώνα προσπαθούσε να σωθεί από την πυρκαγιά. Το κέλυφός της άχνιζε. Το αγόρι δεν μπορούσε ακόμη να την πιάσει. Εμεινε, όμως, στο πλευρό της και της μίλησε. Μια πέτρα έπεσε με δύναμη στο κέλυφος του ζώου. Το μελαψό αγόρι κοίταξε δεξιά και είδε δυο παιδιά – φουγάρα να γελάνε. Ούρλιαξε! Ναι, έγινε ξαφνικά γιγάντιο και κραύγασε: «Φτάνει πια! Φ τ ά ν ει!». Το μελαψό αγόρι έσκυψε και πήρε στα χέρια τη χελώνα. Περιεργάστηκε το ζώο. Το κέλυφός του είχε ραγίσει. Το αγόρι πέρασε τρυφερά τα δάχτυλά του επάνω στη ρωγμή. Ενα κεφάλι μικρό όσο ένα άνθος, ένα κεφάλι ευάλωτο όσο μια ανοιχτή πληγή ξεμύτισε ελάχιστα και το αγόρι ψιθύρισε γλυκά: «Μη μου φοβάσαι… Ολα θα πάνε καλά…».
Τα μισά από τα μισά παιδιά αγωνίζονταν να σβήσουν τη φωτιά. Αυτά τα παιδιά ακόμη μύριζαν καρπούζι. Ακόμη φωνάζουν και προσπαθούν να σώσουν τα ζώα, τα φυτά, τα ορφανά, τους ηλικιωμένους, τους αδύναμους, τους πένητες, τη γη μας. Στην πορεία, κάποια από αυτά τα παιδιά θα παρουσιάσουν σημάδια κόπωσης, ματαίωσης, αποχώρησης. Πολλά από αυτά θα στέκουν αδιάφορα στον τόπο και στον χρόνο. Μα τα παιδιά που παλεύουν με τις χελώνες αγκαλιά θα αλλάξουν τον κόσμο.
Η Τζούλια Γκανάσου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «Δευτέρα παρουσία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη







