Επεσε χθες στα χέρια μου, στο μικρό, παλιό ξενοδοχείο όπου μένω, σε τόπο πανέμορφο κι ανέγγιχτο ακόμα από τον μαζικό τουρισμό, ένα βιβλίο του 1984. Ποιος να το είχε ξεχάσει επί σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι μου; Ποιος να το είχε αγοράσει, να το είχε διαβάσει – οι σελίδες του εκτός από κιτρινισμένες είναι και τσακισμένες –, να αγανακτούσε άραγε γυρνώντας τες, να γαργαλιόταν ηδονοβλεπτικά ή να θέριευε απλώς μέσα του το αντιπασοκικό μένος;

Πρόκειται για έναν λίβελλο εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου. Γραμμένο από ένα μέλος της φρουράς του, έναν αστυνομικό, που – όπως ισχυρίζεται στον πρόλογο – παραιτήθηκε αηδιασμένος από όσα έβλεπε κι όσα αναγκαζόταν να καλύπτει. Παραγγελία πιθανότατα κάποιου εκδότη της Δεξιάς. Μιας Δεξιάς που ύστερα από τη δεινή της ήττα στις εκλογές του 1981 είχε χάσει τα αβγά και τα πασχάλια. Δεν ήξερε τι σόι αντιπολίτευση να ασκήσει. Αλλοτε ανέμιζε τα λάβαρα μιας παρωχημένης εθνικοφροσύνης. Αλλοτε αμόλαγε λαγωνικά να ξετρυπώσουν σκάνδαλα. Ορισμένα, ελάχιστα, στελέχη της τόνιζαν την αναγκαιότητα να επανεφεύρει τον εαυτό της, να εκσυγχρονιστεί εκ βάθρων, να εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Κατέληξε, με τα πολλά, η Νέα Δημοκρατία να αναζητά έναν αντι-Ανδρέα. Τον βρήκε στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Ο λίβελλος που ανακάλυψα είναι στο πνεύμα του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Με έμφαση στην τρίτη πατροπαράδοτη αξία. Παραθέτει ο συγγραφέας του πλήθος περιστατικά για να αποδείξει πως ο ηγέτης της Αλλαγής δεν είχε ιερό και όσιο. Οτι επρόκειτο για έναν μοιχό, για έναν ακόλαστο, ο οποίος όχι απλώς ποδοπατούσε το στεφάνι του αλλά έθετε και τις βρωμοδουλειές του σε πρώτη προτεραιότητα, πάνω και από τα κυβερνητικά του καθήκοντα. Οι σκηνές που διηγείται – επινοημένες, τραβηγμένες έστω από τα μαλλιά – είναι αντάξιες ιταλικής σεξοκωμωδίας. Σκοπεύουν να προκαλέσουν αποστροφή στις αναγνώστριες, που θα ταυτίζονταν προφανώς με την κατά συρροήν απατημένη σύζυγο. Και φθόνο στους αναγνώστες. Φανταστείτε έναν εξηντάρη νοικοκυραίο, ο οποίος κινείται μεταξύ σπιτιού, δουλειάς και καφενείου να συγκρίνει τη ρουτίνα του με την περιπετειώδη καθημερινότητα του συνομήλικού του Ανδρέα.

Αποφάσισα εγώ, χάριν παιδιάς, να πιστέψω στο ακέραιο ό,τι διάβαζα. Διασκέδασα. Κυρίως όμως συγκινήθηκα. Είδα έναν άνθρωπο που με τον έρωτα μάχεται τον χρόνο. Οχι έναν κυνικό που εκμεταλλεύεται την εξουσία του για να δρέπει σαρκικές απολαύσεις. Αλλά έναν γνήσιο αισθηματία, βγαλμένο – λες – από τραγούδι του Γιάννη Πάριου. Τέτοιο καημό έχει, ώστε καβαλάει περασμένα μεσάνυχτα την πρωθυπουργική Μερσεντές και οδηγεί μόνος του ως το Πόρτο Ράφτη. Για να περάσει λίγες ώρες με το κορίτσι κι έπειτα, το πρωί με την αυγούλα, να επιστρέψει στο Καστρί. Τόσο καψούρης είναι που εν μέσω συνόδου κορυφής της ΕΟΚ προφασίζεται αιφνίδιο πονόδοντο και μετά την εισήγησή του τους αφήνει όλους σύξυλους. Δυό ώρες αργότερα, πίνει κρασί με την αγαπημένη του σε απόμερη ψαροταβέρνα.

Δεν έχει συναίσθηση του κρίσιμου ρόλου του; Προφανώς και έχει. Χαράζει την πολιτική, δίνει το γενικό περίγραμμα και αφήνει τους υφιστάμενούς του να την εφαρμόσουν. Η πείρα και η ευφυΐα του τού επιτρέπουν να διατηρεί τον έλεγχο δίχως να αναλώνεται στις λεπτομέρειες. Χωρίς να σπαταλιέται στο micromanagement. Παίρνει στα σοβαρά ο Ανδρέας το πολυδιαφημισμένο ραντεβού του με την Ιστορία; Περισσότερο – ισχυρίζεται το βιβλίο – τον αφορά το ραντεβού με την εκάστοτε δέσποινα των λογισμών του. Οπερ σημαίνει ότι δεν την έχει ψωνίσει.

Πριν φρίξετε κι αρχίσετε να λέτε «αυτή του την ανεμελιά πληρώνουμε μέχρι σήμερα», αναγνωρίστε του την απόλυτη έλλειψη σοβαροφάνειας. Κυρίως δε το γεγονός ότι έστεκε υπεράνω χρημάτων. Οι τσέπες του ήταν τρύπιες. Η καρδιά του αγκινάρα. Ακόμα και στη συκοφαντική εκδοχή του λίβελλου που διάβασα, προτιμώ χίλιες φορές τον Ανδρέα από κάποιους, εδώ κι εκεί, που κυβερνάνε για να θησαυρίσουν. Και πασχίζουν να ξεγελάσουν με χειροκροτήματα την ανίατη υπαρξιακή τους ανασφάλεια.