Το κοινωνικοπολιτικό κινηματογραφικό σύμπαν των Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν δεν χρειάζεται συστάσεις, καθώς με ταινίες όπως οι «Υπόσχεση», «Ροζετά», «To παιδί με το ποδήλατο», «Δύο ημέρες, μία νύχτα» και «Ανάμεσά μας» οι βέλγοι αδελφοί έχουν «σκανάρει» κάθε σοβαρό ζήτημα γύρω από μεγάλα προβλήματα των καιρών μας που αφορούν τον μέσο άνθρωπο. Με την τελευταία ταινία του «Νεαρές μητέρες» (Jeunes Meres) το ντουέτο Νταρντέν (δις βραβευμένοι με Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών – «Ροζετά», «Το παιδί») πετυχαίνει και πάλι διάνα, «χτυπώντας» κατευθείαν στην καρδιά. Oι Nταρντέν εξετάζουν πέντε περιπτώσεις κοριτσιών στην εφηβεία, αναγκασμένων να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον των παιδιών τους, τα οποία με δική τους επιλογή τελικά γέννησαν. Η μόνη στήριξη που αυτή τη στιγμή διαθέτουν είναι ένα ειδικό ίδρυμα, μέσω του οποίου το βρέφος μπορεί να υιοθετηθεί ή να βρει τη σωστή ανάδοχη οικογένεια. Κάθε κοπέλα έχει τη δική της ιστορία, κάθε κοπέλα έχει τον δικό της σταυρό να σηκώσει και κάθε κοπέλα οφείλει να πάρει τη δική της απόφασή για το τι θα γίνει τελικά με το παιδί της. Θα δοθεί σε ανάδοχη οικογένεια; Θα το μεγαλώσουν οι ίδιες; Οι Νταρντέν είναι μάστορες στο να μιλούν ευθύβολα για τα προβλήματα βασανισμένων ανθρώπων. Τα βάζουν στο τραπέζι λιτά, με ειλικρίνεια, με οικονομία και χωρίς πάντα να προσφέρουν λύσεις. Λένε, απλώς, τα πράγματα ακριβώς όπως είναι. Εδώ, ωστόσο, ως και οι ίδιοι παραδέχθηκαν ότι ήθελαν να ρίξουν λίγο φως στο σκοτάδι των ιστοριών τους, κάποιες από τις οποίες είναι πραγματικές (η έρευνα που έκαναν με επισκέψεις σε ιδρύματα όπως αυτό που παρουσιάζουν στην ταινία ήταν πολύχρονη και επίπονη). Μπορεί μεν καθετί που βλέπουμε στην τόσο ανθρώπινη αυτή ταινία να έχει τη σκληράδα της πραγματικότητας, όμως η ελπίδα εντέλει φαίνεται να κυριαρχεί. Και όπως πάντα, οι Νταρντέν κάνουν θαυμάσια δουλειά με τους ηθοποιούς τους. Μόνο δύο από τις πέντε κοπέλες που παίζουν στην ταινία είχαν προηγούμενη εμπειρία με την κάμερα, ενώ η επιλογή των πέντε κοριτσιών έγινε αφού είδαν 150 περίπου κοπέλες (να σημειωθεί ότι η ταινία «Νεαρές μητέρες» απέσπασε το βραβείο σεναρίου στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών).
Στο μεταφυσικό ψυχολογικό θρίλερ «Μαζί» (Together, ΗΠΑ, 2025) του Μάικλ Σανκς, η απόφαση ενός νεαρού ζευγαριού (Ντέιβ Φράνκο, Αλισον Μπρι) να μετακομίσει σε ένα σπίτι στην επαρχία δείχνει από την αρχή λανθασμένη· μια συνθήκη που γνωρίζουμε καλά από όλα τα θρίλερ με «παράξενα» σπίτια. Περπατώντας στη φύση, οι δύο νέοι εγκλωβίζονται για λίγο σε μια περίεργη τρύπα όπου μολύνονται από «κάτι» » στο σώμα και την ψυχή. Και αυτή γίνεται η βάση πάνω στην οποία πατά ο σκηνοθέτης Μάικλ Σανκς προκειμένου να μιλήσει για κάτι βαθύτερο, ίσως, αφού το μολυσμένο ζευγάρι στην πραγματικότητα είναι ήδη μολυσμένο από την ανία, τη ρουτίνα και το βόλεμα – που ναι μεν ορισμένες φορές μπορεί να καταλήγει στην αρμονία, μπορεί όμως και να κρύβει σκοτάδι. Η αμφισβήτηση, η απόρριψη, ακόμα και ο φόβος, είναι τα συναισθήματα που αντικαθιστούν την εμπιστοσύνη, τον έρωτα και την αλληλοεξάρτηση. Ενώ ο Σανκς φτιάχνει καλά το κλίμα νοσηρότητας που σιγά σιγά επικρατεί στο σπίτι, εντέλει, όταν αρχίζουν οι εξηγήσεις, η ταινία χάνεται στην άβυσσο του γκροτέσκο, με καθοδηγητή έναν σκηνοθέτη που θα ήθελε να είναι ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ αλλά δεν είναι.
Για μια αρκετά μεγάλη περίοδο, πίσω στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ο τίτλος «Τρελές σφαίρες» ήταν συνώνυμος με το γέλιο χάρη στις ταινίες ενός franchise αστυνομικών κωμωδιών που έκαναν πάταγο χάρη στον καναδό ηθοποιό Λέσλι Νίλσεν στον ρόλο του γκαφατζή υπαστυνόμου του Λος Αντζελες Φρανκ Ντρέμπιν. Στις νέες «Τρελές σφαίρες» (The naked gun, ΗΠΑ, 2025) αν κάτι κυρίως εκτιμάς είναι η προσπάθεια του Λίαμ Νίσον στην κωμωδία – είδος που, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν του ταιριάζει ιδιαίτερα. Εδώ, ο ιρλανδός ηθοποιός κάνει ένα «reboot» στον Ντρέμπιν αφού υποτίθεται ότι είναι ο γιος του και έχει κληρονομήσει το ταλέντο του στις γκάφες και την καταστροφή. Ο Νίσον έχει πλάκα κυρίως όταν αυτοσαρκάζεται, όπως συμβαίνει στις πρώτες σκηνές, που παραπέμπουν αμέσως στην «Αρπαγή» (Taken). Αυτό που κατάφεραν οι βασικοί δημιουργοί της νέας ταινίας, ο παραγωγός Σεθ ΜακΦαρλέιν («Ted», «Family Guy», «American Dad!») και ο σκηνοθέτης Aκίβα Σάφερ («Saturday Night Live») ήταν να μη γελοιοποιήσουν περισσότερο το γελοίο (οπότε να φτιάξουν μια καρικατούρα), αλλά να ακολουθήσουν τα ίδια ακριβώς βήματα των παλιών κωμωδιών με νέο καστ και σε σύγχρονη εποχή.
Τα τελευταία χρόνια το είδος της «ταινίας ενηλικίωσης» όπου πρωταγωνιστούν ανήλικα παιδιά έχει εξελιχθεί σε επαναλαμβανόμενη μόδα, αφού τουλάχιστον 15 ταινίες, παραλλαγές του ίδιου πάντα θέματος, έχουν προβληθεί στις αίθουσες – από τις επίσης ισπανικές «Τοτέμ» και «20.000 είδη μελισσών» ως το βελγικό «Με τα μάτια της Νταλβά» και το βρετανικό «Αλάνι». Οπότε η «Ρίτα» (Rita, 2025), μια ακόμα ταινία ενηλικίωσης που σηματοδοτεί το ντεμπούτο στη σκηνοθεσία για την ισπανίδα ηθοποιό Παθ Βέγκα (κρατά και έναν ρόλο) δεν έχει και πολλά να προσθέσει επί του θέματος, που εδώ είναι η (επίσης χιλιοειπωμένη) ενδοοικογενειακή βία. Μόνο το πρόσωπο και το φυσικό παιξιμο της μικρής Σοφία Αλεπούθ στον ρόλο της Ρίτα είναι που πραγματικά αξίζει στην ταινία, αλλά και αυτό κάπου πια το περιμένεις, γιατί σε όλες αυτές τις παραγωγές δίνεται μεγάλη προσοχή στην επιλογή του σωστού παιδιού.
Μια ακόμη σύγχρονη ισπανική ταινία στις αίθουσες, «Το πατρικό» (La casa, 2014), είναι ένα οικογενειακό δράμα στο οποίο το εδώ και χρόνια άδειο σπίτι μιας οικογένειας θα γίνει το σημείο συνάντησης δυο αδελφών (Νταβίντ Βερνταγκουέρ, Λουίς Καγιέχο), οι οποίοι μετά τον θάνατο του πατέρα τους έχουν κόψει την επαφή μεταξύ τους. Το «φάντασμα» του τελευταίου είναι το βαρόμετρο της ιστορίας και ο σκηνοθέτης Αλεξ Μοντόγια το χρησιμοποιεί ως εργαλείο για την ανάπτυξη των ηρώων και τη διαμόρφωση της σχέσης τους. Τα αδέλφια ποτέ δεν βρήκαν σημείο επαφής, αλλά (όπως η ταινία θέλει να πιστεύει) ποτέ δεν είναι αργά. Είναι όμορφα γυρισμένη ταινία και το διαφορετικό φορμά στα φλας μπακ με τον πατέρα προσθέτει εικαστικό ενδιαφέρον. Δεν παύει όμως να είναι αρκετά φλύαρη και η ποικιλία στην πλανοθεσία της «τραυματίζει» την οικονομία χρόνου.
Εκνευριστικά δυσνόητη αλλά με ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ματιά και σε πρώτο πλάνο την ηθοποιό Μέγκαν Νόρθαμ, ένα νέο πρόσωπο που «γράφει» στην οθόνη (και που σίγουρα θα ξανακούσουμε), η ταινία φαντασίας «Την ίδια ώρα στη γη» (Pendant ce temps sur terre, Γαλλία, 2024) έχει να κάνει με μια αδελφική αγάπη που τέλειωσε άδοξα, με το τραύμα της απώλειας και με… εξωγήινους, οι οποίοι, ίσως να δώσουν τη λύση. Ο σκηνοθέτης Ζεράρ Κλαπέν, που έγραψε και το σενάριο, δημιούργησε έναν εντελώς αλλόκοτο, ψυχεδελικό «κόσμο», όπου η φαντασία και η πραγματικότητα, το απολύτως γήινο και το εντελώς εξωγήινο προσπαθούν να πιαστούν χέρι με χέρι αναζητώντας τη λύτρωση και την αγάπη. Μια ταινία που σε καλεί κοντά της όχι τόσο για να δεις «τι γίνεται», αλλά για να αφήσεις το πνεύμα σου ελεύθερο να περιμένει τα πάντα. Αυτό δεν είναι πάντα υπέρ της ταινίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει τις καλές στιγμές της, αρκεί να είσαι προετοιμασμένος για όλα.
Επανεκδόσεις
«Ζούσε τη ζωή της» (Vivre sa vie, Γαλλία, 1962)
Το χρονικό της «δημιουργίας» μιας πόρνης στο Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του 1960. Τη συναντάμε ως υπάλληλο δισκοπωλείου και έχει το πανέμορφο, ζεστό πρόσωπο της τότε συντρόφου του σκηνοθέτη της ταινίας Ζαν Λικ Γκοντάρ, Αννα Καρίνα. Μελαγχολία, ευθυμία, απορία, ανία, οργή. Οπως στις περισσότερες δημιουργίες του Γκοντάρ έτσι και εδώ το στόρι αυτό καθαυτό δεν μας αφορά τόσο όσο η ατμόσφαιρα που πλάθεται γύρω του, η ανορθόδοξη σύλληψη του όλου εγχειρήματος αλλά και τα «τσιτάτα» που ακούγονται σε μόνιμη βάση από τον άσο των σοφιστiών, των αποφθεγμάτων και των «δανεικών» συλλογισμών. H ταινία μοιάζει με λουκούλλειο τραπέζι, στο οποίο όμως τα πιάτα δεν έρχονται με την σωστή σειρά. Λες και το επιδόρπιο προηγείται του κυρίως πιάτου και το χωνευτικό προσφέρεται στην αρχή. Το πρόσωπο της Καρίνα είναι η απόλυτη μηχανή της ταινίας και ο τρόπος με τον οποίο ο Γκοντάρ το «διαβάζει», με μια λέξη, σε καθηλώνει.
«Κοτόπουλο με δαμάσκηνα»
(Poulet aux prunes, Γαλλία, 2011)
Πέντε χρόνια μετά την παγκόσμια επιτυχία της ταινίας κινουμένων σχεδίων «Περσέπολις», η Μαρζάν Σατραπί και ο Βενσάν Παρονό επέστρεψαν με μια νέα συνεργασία, στην οποία πρωταγωνιστούν ηθοποιοί (Γκολσιφτέ Φαραχανί, Ματιέ Αμαλρίκ, Μαρία ντε Μεντέιρος, Ιζαμπέλα Ροσελίνι, Κιάρα Μαστρογιάνι κ.ά.) Παραμυθένιας ατμόσφαιρας και αυτή η ταινία, είναι το παράξενο ταξίδι στον χρόνο ενός πικραμένου ιρανού βιολιστή (Αμαλρίκ) στην Τεχεράνη της δεκαετίας του 1950. Οταν το βιολί του καταστρέφεται, ο βιολιστής (παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών) νιώθει ότι πλέον η ζωή του δεν έχει νόημα. Στην καρδιά της η ταινία είναι η ιστορία ενός μεγάλου, ανολοκλήρωτου έρωτα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο έρωτας φέρει το όνομα Ιράν (Φαραχανί), αφού με αυτόν τον τρόπο η Σατραπί σχολιάζει την ιστορία της κατατρεγμένης, ταλαιπωρημένης πατρίδας της.
«Ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα μου»
(His girl Friday, ΗΠΑ, 1940)
Γνωστή και ως «Η πρώτη σελίδα» ή «Το κορίτσι της Παρασκευής», αυτή η σκρούμπολ κωμωδία του Χάουαρντ Χοκς (1896-1977) είναι η καλύτερη των πολλών κινηματογραφικών διασκευών της θεατρικής επιτυχίας «Η πρώτη σελίδα» των Μπεν Χεκτ – Τσαρλς ΜακΑρθουρ. Εδώ, ένας αδίστακτος αλλά αγαπησιάρης αρχισυντάκτης εφημερίδας (Κάρι Γκραντ) είναι αποφασισμένος να μην επιτρέψει στη σταρ ρεπόρτερ του (Ρόζαλιντ Ράσελ) να παραιτηθεί για χάρη του επικείμενου γάμου της με ένα πλουσιόπαιδο (Ραλφ Μπέλαμι). Βεβαίως, το παιχνίδι του έρωτα αγγίζει τον ίδιο και για να γίνουν τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα (και ευχάριστα), ο αρχισυντάκτης είναι… πρώην σύζυγος της ρεπόρτερ! Κεφάτη, με πανέξυπνους, ευφυείς σε ορισμένες σκηνές, διαλόγους και με έναν αέρα που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι παρακολουθείς κάτι πολύ σημαντικό, την ώρα που η ιστορία είναι απλώς αστεία.
«Πώς να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια»
(How to steal a million, ΗΠΑ, 1966)
Ενα διήγημα του Τζορτζ Μπράντσοου υπήρξε το υλικό του Γουίλιαμ Γουάιλερ (1902-1981) για τη δημιουργία μιας σούπερ ανάλαφρης και σούπερ διασκεδαστικής αστυνομικής κομεντί με πρωταγωνιστές τους κορυφαίους σταρ των sixties Oντρεϊ Χέπμπορν (1929- 1993) και Πίτερ Ο’ Τουλ (1932- 2013) στους ρόλους της κόρης ενός πλαστογράφου έργων τέχνης (Χιου Γκρίφιθ) και του διαρρήκτη που τη βοηθά για να τον προστατεύσουν. Από τις ταινίες που δεν γυρίζονται πλέον – αν και πολύ θα το θέλαμε.







