Αυτή καθαυτήν η πλοκή στο βραζιλιάνικο arthouse νουάρ “Motel Destino” (Βραζιλία, 2024) του Καρίμ Αϊνούζ (που προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα του περσινού φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών) έχει λιγότερη σημασία από την ίδια την εικόνα της ταινίας. Το πλαίσιο της ιστορίας θέλει τον χώρο στον τίτλο, ένα φτηνιάρικο μοτέλ «προσωρινής απόλαυσης», κάπου στην ακτογραμμή της Βόρειας Βραζιλίας, να γίνεται η αρένα μιας αλυσίδας περιστατικών με πρωταγωνιστές έναν κυνηγημένο από κακοποιούς και αστυνομία νεαρό (Ιάγκο Ξαβιέρ) και το ζευγάρι που διαχειρίζεται το μοτέλ (Νάταλι Ρότσα, Φάμπιο Ασουνσάο). Ωστόσο, είναι κυρίως η εικόνα της ταινίας και οι πειραματισμοί του σκηνοθέτη Καρίμ Αϊνούζ και της διευθύντριας φωτογραφίας Ελέν Λουβάρ με το φως, τα χρώματα και το σχεδόν σουρεαλιστικό ντεκόρ του ξενοδοχείου που δίνουν σε τούτη τη μικρή αλλά ενδιαφέρουσα ταινία μια πολύ ασυνήθιστη μορφή. Είναι μια γενναία προσέγγιση στο ίδιο το κινηματογραφικό μέσο σε μια εποχή που όλα τείνουν να γίνουν επίπεδα σαν σούπα, να μοιάζουν μεταξύ τους. Και αυτή η ταινία μάς θυμίζει τελικά ότι η γλώσσα του σινεμά δεν είναι μία. Είναι πολλές.
Ενώ ο “Superman” της DC Comics εξακολουθεί να προβάλλεται σε μεγάλο κύκλωμα αιθουσών, η αντίπαλος Marvel Comics κάνει ντρίμπλα και στο “Fantastic Four: Πρώτα βήματα” (The Fantastic Four: First Steps, HΠΑ, 2025) παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή των τεσσάρων αστροναυτών που έπειτα από μια «κοσμική θύελλα» γλίτωσαν αποκτώντας υπερφυσικές ικανότητες με τις οποίες προστατεύουν και αυτοί (όπως όλοι οι υπερήρωες) τον πλανήτη μας! Το γνωστό μοτίβο των ταινιών αυτών τίθεται και πάλι σε λειτουργία, με τη Γη να μετατρέπεται σε αλοιφή από τα γιγαντιαία εξωγήινα «πλάσματα» που σε κάθε τους βήμα κάνουν – για πλάκα – λιώμα δυο τρεις ουρανοξύστες. Το πιο λοξό σημείο της ταινίας είναι ότι αυτοί εδώ οι εξωγήινοι έχουν βάλει στο μάτι το μωρό που γεννήθηκε μετά κόπων και βασάνων από δύο Fantastics, τη Βανέσα Κίρμπι και τον Πέντρο Πασκάλ! Ολα τούτα έχουν την πλάκα τους για να τα παρακολουθείς σκεπτόμενος κυρίως το ποπ κορν που έχεις μπροστά σου και καθόλου το σενάριο. Βέβαια, από κάποια στιγμή και μετά οι απανωτές καταστροφές γίνονται πληκτικές και μονότονες, έστω και αν από αυτού του τύπου τις ταινίες το μόνο που βασικά περιμένεις είναι να δεις πού θα φτάσουν τα οπτικοακουστικά εφέ. Θόρυβος και μπάζα, περισσότερος θόρυβος, ακόμα περισσότερα μπάζα, τελεία και παύλα. Εν τέλει ελπίζεις να μη γίνει μπάζο η ίδια σου η νοημοσύνη.
Η νουάρ ταινία «Σκιές στον ήλιο» (Islands, ΗΠΑ, 2025) είναι τόσο καλά γυρισμένη και τόσο καλά παιγμένη που όταν τελειώνει σχεδόν στεναχωριέσαι που σεναριακά δεν είχε τα θετικά αποτελέσματα που ως τότε σου έδινε την εντύπωση ότι θα έχει. Ενας loser (Σαμ Ράιλι) – με (ίσως) κάποιο σκοτεινό παρελθόν – διδάσκει τένις σε κάποιο ειδυλλιακό σημείο του πλανήτη. Ενα νεαρό ζευγάρι παντρεμένων (Στέισι Μάρτιν, Τζακ Φάρδινγκ) που (ίσως) δεν τα πάνε καλά μεταξύ τους αποκτούν σχέση με τον τενίστα όταν του ζητούν να διδάξει τένις στο παιδί τους (Ντίλαν Τορέλ). ΟΚ. Και μετά; Μετά, ο σκηνοθέτης Γιαν Ολε-Γκέρστερ δεν ξέρει τι να κάνει. Ενώ το σενάριο δείχνει να έχει προοπτικές εφόσον ο άνδρας του ζευγαριού κάποια στιγμή εξαφανίζεται, οπότε οι υποψίες της αστυνομίας πέφτουν πάνω στον τενίστα και τη γυναίκα, η εξέλιξη της ιστορίας είναι τόσο αποκαρδιωτική που πραγματικά στο τέλος λες πολύ καλό (filmmaking) αλλά ειλικρινά για το τίποτα.
Η εξίσωση νοσταλγία – τρυφερότητα – δάκρυ – χαμόγελο πιάνει ταβάνι στο συγκινητικό και όχι ακριβώς προβλέψιμο γαλλικό ρομαντικό φιλμ «Ας αγαπηθούμε όσο ζούμε» (Aimons-nous vivants, Γαλλία, 2024) που διαχειρίζεται μια ανορθόδοξη, αλλά σεναριακά «πιασάρικη» σχέση: εκείνη που θα αναπτυχθεί ανάμεσα σε έναν παρηκμασμένο, ρετρό τραγουδιστή κάποιας ηλικίας (Ζεράρ Νταρμόν) και μια «προβληματική» γυναίκα (Βαλερί Λεμερσιέ) που θα του γίνει κολλητσίδα, κάνοντάς τον συμμέτοχο στα προσωπικά της (βρίσκεται στο περιθώριο από τους δικούς της και ταλαιπωρείται με ιδρύματα). Εκείνος είναι αποφασισμένος να αποσυρθεί έπειτα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, εκείνη είναι αποφασισμένη να μην τον αφήσει σε ησυχία. Αν και η ταινία του Ζαν-Πιερ Αμερίς δεν αποτελεί κάτι σπουδαίο, δεν παύει να είναι διανθισμένη από σκηνές βγαλμένες από την καρδιά που στοχεύουν στην καρδιά, γι’ αυτό και τελικά χαίρεσαι την αγαθότητα και αφέλειά της.
Μία ακόμη δραματική κομεντί, και μάλιστα με παλαιστινιακή ταυτότητα (συμπαραγωγοί χώρες οι Γερμανία, Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Αίγυπτος) είναι η πρώτη απόπειρα στον κινηματογράφο μεγάλου μήκους μυθοπλασίας της Λάιλα Αμπας, «Ευχαριστούμε για τη συναλλαγή σας» (Thank you for banking with us, 2024). Η βασική ιδέα της ιστορίας γίνεται αφορμή για κάτι βαθύτερο και πολύ πιο παγκόσμιο: παρότι ποτέ δεν χώνεψαν η μία την άλλη, δύο αδελφές (Γιασμίν αλ Μασρί, Κλάρα Χούρι) αποφασίζουν να συνεργαστούν για να κερδίσουν τα χρήματα της κληρονομιάς του πατέρα τους που πέθανε. Το πρόβλημα είναι ότι όλα πρέπει να γίνουν πάρα πολύ γρήγορα γιατί δεν ξεχνάμε ότι υπάρχει «εκτεθειμένη» η σορός του πατέρα. Εμείς μπορεί να μην το ξεχνάμε, όμως η σκηνοθέτις Λάιλα Αμπας δείχνει να το ψιλοξεχνάει προκειμένου να θίξει κάποια σοβαρά ζητήματα – ταμπού σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην ισλαμική κοινωνία. Οπότε πάρα πολλά θα συμβούν μέσα σε πάρα πολύ λίγο χρόνο και αυτό σημαίνει σεναριακό φάουλ, όσο και αν τελικά η ταινία σε κερδίζει με την αιχμηρή προσέγγιση αλλά και το υπόγειο χιούμορ της.
Από τον Πάολο Τζενοβέζε της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας «Τέλειοι ξένοι» (που στην Ελλάδα έγινε θεατρικό έργο και αργότερα κινηματογραφικό ριμέικ από τον Θοδωρή Αθερίδη), η συμπαθητική κομεντί «Αγάπη = τρέλα» (Follemente, Ιταλία, 2024) ασχολείται με το πρώτο ραντεβού δύο ανθρώπων (Εντοάρντο Λέο, Πιλάρ Φολιάτι), όπου το εύρημα είναι ότι βλέπουμε τις διαφορετικές «φωνές» που βρίσκονται μέσα στο κεφάλι τους βραχυκυκλώνοντας τις αποφάσεις τους (τέσσερις ηθοποιοί «υποδύονται» τις τέσσερις φωνές στον άνδρα και αντιστοίχως τέσσερις στη γυναίκα). Είναι μια καλή ιδέα και μέχρι ενός σημείου λειτουργεί αποτελεσματικά, ακριβώς επειδή ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ποια «φωνή» θα επικρατήσει. Ωστόσο, νιώθεις ότι το όλο θέμα κάποια στιγμή εξαντλείται και άθελά του μπορεί να γίνει κουραστικό παρά τις όσες αλήθειες λέει και μάλιστα άφοβα.
Στην απέναντι όχθη του «Αγάπη = τρέλα», ο χωρισμός είναι το θέμα της πέμπτης μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας της Αλίκης Δανέζη-Κνούτσεν, «Τόσο κοντά, τόσο μακριά» (Ελλάδα, 2025). Εδώ, ο εφιάλτης παραμονεύει και έχει πολύ άγριες διαθέσεις. Επί μία ώρα και 20 λεπτά είμαστε αναγκασμένοι να βλέπουμε την Αγγελική Παπούλια και τον Ανδρέα Κωνσταντίνου να τσακώνονται σαν τον σκύλο με τη γάτα και με τον αέρα να τους κοπανάει λυσσαλέα, τόσο, όσο κοπανάει εμάς η θέα τους. Και όλα αυτά σε ειδυλλιακό φόντο, ένα νησί της Ελλάδας που σου δίνει την αίσθηση ότι είναι το Αλκατράζ. Είμαι βέβαιος ότι πολύς κόσμος έχει ζήσει χωρισμούς αλλά να βλέπεις σε μια ταινία έναν χωρισμό καλοβαλμένων αστών να γίνεται τόσο μεγάλο θέμα, τόσο υστερικά ειπωμένο και με τόση καταπίεση απέναντι στους αποδέκτες (τους θεατές) – έλεος δηλαδή. Είναι σαν να βλέπεις ταινία του Γιάννη Οικονομίδη με τους ηθοποιούς απλώς να φωνάζουν χωρίς να βρίζουν, κάτι που (τουλάχιστον) θα είχε ενδιαφέρον. Και το χειρότερο, η κάμερα της Δανέζη – Κνούτσεν βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στους δύο ηθοποιούς, την ώρα που εσύ θα ήθελες να βρίσκεσαι πάρα πολύ μακριά τους.
Προβάλλεται, τέλος, το πολύ παιδικό αλλά και αγαπησιάρικο κινούμενο σχέδιο «Η μουσική της ζούγκλας 2» (Jungle beat 2: The past, Μαυρίκιος, Νότια Αφρική, 2025) με τη μαϊμού Μάνκι και τον ελέφαντα Τρανκ να συνεργάζονται ώστε ένας δεινόσαυρος, ο Κλάρενς, να επιστρέψει στην εποχή του. H ταινία είναι βασισμένη στην επιτυχημένη σειρά Μάνκι και Τρανκ και συνέχεια της κινηματογραφικής επιτυχίας «Η μουσική της ζούγκλας» (ακούγονται οι φωνές των Μαριάν Κυπριανού, Αρη Κυπριανού, Βασίλη Χαραλάμπους, Ιωάννας Λαμπροπούλου κ.ά.). Η σκηνοθεσία είναι του Σαμ Γουίλσον.
Επανεκδόσεις
The hustler / Ο κόσμος είναι δικός μου (ΗΠΑ, 1961). Ο ρόλος του «Γρήγορου» Εντι Φέλσον, άσου του αμερικανικού pool μπιλιάρδου, που εκτός από αντιπάλους όπως ο θρυλικός Μινεσότα Φατς (Τζάκι Γκλίσον) θα βρεθεί τραγικά αντιμέτωπος με την ίδια τη φιλοδοξία του, παραμένει ένας από τους πιο σύνθετους και χυμώδεις που έπαιξε ποτέ ο Πολ Νιούμαν. Η δε υποψήφια για εννέα Οσκαρ ταινία του Ρόμπερτ Ρόσεν, που θεωρείται πλέον κλασική, ήταν μία από τις πρώτες που περιέγραψαν με ακρίβεια, συνέπεια και ρεαλισμό σημεία του αμερικανικού υποκόσμου στα οποία η κάμερα, ως τότε, δεν «ξεναγούσε» συχνά τους θεατές. Μαζί με τον ντετέκτιβ Λιου Χάρπερ, ο Φέλσον είναι επίσης ο ένας από τους δύο ήρωες της φιλμογραφίας του Νιούμαν τον οποίο έπαιξε δύο φορές. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, ο «Γρήγορος» Εντι Φέλσον ξανάπιασε τη στέκα και μετέφερε την πείρα του στον Τομ Κρουζ, τον ταλαντούχο «μαθητή» του στο «Χρώμα του χρήματος» του Μάρτιν Σκορσέζε, για το οποίο ο Νιούμαν κέρδισε το Οσκαρ, ενώ θα έπρεπε να το έχει ήδη κερδίσει για το «Hustler».
Ξυπόλητοι στο πάρκο (Barefoot in the park, HΠΑ, 1967). Ο πονοκέφαλος ενός νιόπαντρου ζευγαριού στη Νέα Υόρκη αρχίζει από το κρύο διαμέρισμά του και καταλήγει στην πεθερά του γαμπρού, την οποία προξενεύουν με έναν εκκεντρικό γείτονα… Αυτή η ασυναγώνιστη ρομαντική κομεντί του Τζιν Σακς που στηρίζεται στο πασίγνωστο θεατρικό έργο του Νιλ Σάιμον σηματοδότησε την πιο χαρακτηριστική από τις τέσσερις κινηματογραφικές συνεργασίες των Ρόμπερτ Ρέντφορντ – Τζέιν Φόντα στον κινηματογράφο. Ο Σαρλ Μπουαγέ είναι επίσης υπέροχος ως γείτονας, αλλά την παράσταση συχνά κλέβει η πεθερά που υποδύεται η Μίλντρεντ Νάτγουικ (προτάθηκε για Οσκαρ β’ ρόλου).
Εξολοθρευτής άγγελος (El angel exterminador, Μεξικό, 1962). Χωρίς ποτέ να εξηγηθεί τι, γιατί και πώς, μια ομάδα εκπροσώπων της καλής κοινωνίας του Μεξικού (ανάμεσά τους οι Σίλβια Πινάλ και Ενρίκε Ραμπάλ) εγκλωβίζεται μέσα στο σαλόνι όπου λαμβάνει χώρα ένα πάρτι. Και επίσης εντελώς ανεξήγητα, η ομάδα δεν μπορεί με τίποτα να απεγκλωβιστεί από τον χώρο. Σε μια κορυφαία σουρεαλιστική στιγμή του, ο μέγιστος ισπανός σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ θα τους ξεζουμίσει όλους μέχρι τελευταίας ρανίδας, θα τους ξεφλουδίσει έναν έναν σχεδόν σαδιστικά και θα μας προσφέρει τον σάπιο καρπό της γυμνής ψυχής τους.
Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης (Mujeres al borde de un ataque de nervios, Ισπανία, 1988). Βουτώντας με λαιμαργία στον ψυχισμό της γυναίκας των eighties, με επικεφαλής την Κάρμεν Μάουρα που δείχνει αποφασισμένη να εκδικηθεί με τον χειρότερο τρόπο τον πλεϊμπόι εραστή της, ο ισπανός σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ έφτιαξε μια παρδαλή κωμωδία με υπερβολικούς χαρακτήρες και κωμικοτραγικές καταστάσεις βγάζοντας στην επιφάνεια όλα τα γυναικεία απωθημένα, στα οποία, όπως φαίνεται και στον τίτλο της ταινίας, συχνά επικρατεί υστερία. Αυτή η ταινία έβαλε τον δημιουργό της στον χάρτη των σκηνοθετών με προσωπικό αποτύπωμα και διεκδίκησε το Οσκαρ μη αγγλόφωνης παραγωγής.







