Ο ήλιος πάλι λαμπρός θ’ ανατείλει / κι στον δρόμο που θα βαδίζω /

εκείνη, η χαρά μας, θα μας ξαναενώσει / μέσα σε τούτη τη γη που ανασαίνει φως…

Ηταν οι πρώτοι στίχοι που ακούστηκαν από τη μέτζο σοπράνο Εβ Μοντ Ιμπό η οποία είχε αναλάβει την ερμηνεία του κύκλου τραγουδιών «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» του Φρίντριχ Ρίκερτ (1788-1866). Οπως αναφέρεται και στα κείμενα του προγράμματος που υπογράφει ο Θανάσης Αποστολόπουλος, προέρχονται από μια συλλογή εκατοντάδων ποιημάτων που ξεκίνησε να γράφει όταν έχασε δύο από τα παιδιά του.

«Συχνά σκέφτομαι ότι απλώς έχουν φύγει για λίγο / σύντομα θα επιστρέψουν στο σπίτι» είναι μερικοί από τους σπαρακτικούς στίχους του.

Ο Μάλερ ήταν τότε ανύπαντρος. Λίγο μετά γνώρισε την Αλμα και παντρεύτηκαν. Γέννησαν δύο κόρες, τη Μαρία Αννα και την Αννα Ιουστίνη. Η εργασία του πάνω στα «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» σταμάτησε προσωρινά, αλλά ο σπουδαίος συνθέτης την ξανάρχισε.

Η Αλμα αντέδρασε: «Καταλαβαίνω να γράφεις τέτοια κείμενα αν δεν έχεις ή έχεις χάσει παιδιά. Αλλά δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να τραγουδάς για τον θάνατό τους, όταν πριν από λίγο τα είχες αγκαλιάσει και φιλήσει, χαρούμενα και υγιή. Για τον Θεό, ζωγραφίζεις τον διάβολο στον τοίχο!».

Η μοίρα τους έδειξε το σκληρό της πρόσωπο όταν έχασαν από την ίδια ασθένεια λίγο αργότερα την κόρη τους Αννα, με τον Μάλερ να δηλώνει: «Είχα βάλει τον εαυτό μου στη θέση κάποιου που έχασε ένα παιδί. Οταν όμως έχασα πραγματικά μια κόρη, δεν θα μπορούσα πια να γράψω αυτά τα τραγούδια».

Αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας του σπουδαίου δημιουργήματος, που επέλεξε να παρουσιάσει ο διεθνώς αναγνωρισμένος μαέστρος Θεόδωρος Κουρεντζής. Ανεξαρτήτως συζητήσεων γύρω από το έργο και την ερμηνεία, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την ευφυΐα και το βάθος της καλλιτεχνικής του ματιάς, που πάντα αναζητά καινοτόμες διαδρομές μέσα στη μουσική.

Τα «γιατί» που συνοδεύουν κάθε τέτοια καλλιτεχνική στιγμή έχουν σημασία: Γιατί αυτό το έργο; Γιατί αυτοί οι συνεργάτες; Γιατί εδώ και γιατί τώρα; Οταν αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν απάντηση, μια παράσταση αποκτά βάθος και νόημα, ξεπερνώντας την απλή παρουσίαση έργων.

Στην περίπτωση του Θεόδωρου Κουρεντζή, ξεχωρίζει η πορεία ενός πολυδιάστατου καλλιτέχνη, που συνεχώς αναζητά νέους δρόμους στην τέχνη του. Υστερα από κάποιες αλλαγές, ανάμεσα στις οποίες και η απόσταση από την αγαπημένη του Musica Aeterna, ο Κουρεντζής επαναπροσδιορίζει τη δημιουργική του πορεία.

Η επιλογή της UTOPIA, μιας ορχήστρας που συγκεντρώνει μουσικούς από διαφορετικά μέρη του κόσμου, αποτελεί ταυτόχρονα μια δήλωση και μια πράξη ουτοπίας, που δηλώθηκε στον χώρο της Επιδαύρου.

Οσοι παρακολούθησαν τη συναυλία το περασμένο Σάββατο στο αργολικό θέατρο το διαπίστωσαν ακόμη και από τον τρόπο – ομολογουμένως λιτό αλλά εντυπωσιακό – που πήραν τις θέσεις τους.

Ενθουσιασμός

Ο επίλογος του πρώτου μέρους γράφτηκε με θερμά χειροκροτήματα αλλά και την παράκληση του Κουρεντζή, το κοινό να μη χειροκροτήσει όταν τελειώσει η συμφωνία: «Υπάρχει μια έκπληξη» υποσχέθηκε. Δεν εισακούστηκε και η υπόσχεση έμεινε σχεδόν ανολοκλήρωτη.

Από την άλλη ήταν δικαιολογημένος ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός των θεατών μετά την εξαίσια ερμηνεία της Τέταρτης Συμφωνίας του Μάλερ, έργο που ισορροπεί ανάμεσα στην αθωότητα και το αίσθημα του θανάτου. Στο πρώτο μέρος εναλλάσσονται το εύθυμο με το ειρωνικό, στο δεύτερο το σόλο του βιολιου δημιουργεί αίσθηση θανάτου, στο τρίτο κυριαρχεί μια ήρεμη ανάμνηση ενώ στο τέταρτο επικρατούν γαλήνη και ελπίδα. Η Μίλεμαν τραγούδησε με συγκέντρωση και καθαρότητα, μεταφέροντας την εικόνα μιας ουτοπίας.

Ομως η συναυλία δεν έκλεισε εκεί· ο Κουρεντζής επέλεξε ως ανκόρ το λιντ του Ρίχαρντ Στράους με τίτλο “Morgen”, που συνομιλεί άμεσα με το πρώτο λίντ του Μάλερ:

«Αύριο θα βγει και πάλι ο ήλιος λαμπερός / και στον δρόμο που θα ‘χω πάρει μοναχός, / εκείνη, η χαρά μας, θα μας ενώσει εμάς τους τυχερούς, ξανά / θα ανασαίνει το περίλαμπρο φως του / στης θάλασσας το απέραντο γαλάζιο κύμα / πιασμένοι χέρι χέρι θα κατεβούμε αργά / θα κοιταζόμαστε στα μάτια ώρα…».