Στον πόλεμο της Ουκρανίας, ένα έγκλημα παραμένει σχεδόν αόρατο: η μαζική απαγωγή και βίαιη μεταφορά Ουκρανόπουλων από τη Ρωσία. Πρόκειται για μια συστηματική πολιτική εκρίζωσης και εκρωσισμού, που στοχεύει στην εξαφάνιση της εθνικής ταυτότητας μέσω της βίαιης εργαλειοποίησης της παιδικής ηλικίας. Ενα έγκλημα τόσο βαθύ, που θα έπρεπε να συγκλονίζει ολόκληρο τον κόσμο.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ουκρανικής κυβέρνησης και της πλατφόρμας Children of War, περισσότεροι από 20.000 ανήλικοι έχουν απαχθεί ή εκτοπιστεί βίαια σε ρωσικά εδάφη ή σε κράτη-δορυφόρους της Μόσχας. Οι αριθμοί αυτοί θεωρούνται υποεκτιμημένοι, καθώς πολλά παιδιά χάνονται στις γκρίζες ζώνες των κατεχόμενων περιοχών ή μεταφέρονται σε αδιευκρίνιστες τοποθεσίες.
Η μέθοδος είναι ωμή και απάνθρωπη: βίαιος χωρισμός από τις οικογένειες, μεταφορά σε ορφανοτροφεία ή καταυλισμούς, αλλαγή ταυτότητας, απαγόρευση της ουκρανικής γλώσσας και επιβολή ρωσικού αφηγήματος. Παιδιά που εκρωσίζονται βίαια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στρατολογούνται και στέλνονται στο μέτωπο. Αθώα παιδιά που γίνονται όργανα ενός εγκλήματος που δεν επέλεξαν.
Η επανάληψη της ιστορίας: όταν οι τσάροι άρπαζαν παιδιά
Αυτό το έγκλημα δεν είναι πρωτόγνωρο. Τον 19ο αιώνα, η ρωσική αυτοκρατορία είχε εφαρμόσει παρόμοια πολιτική: άρπαζε ανήλικα αγόρια από εβραϊκά χωριά (shtetls), αποκόπτοντάς τα βίαια από τις οικογένειές τους. Τα παιδιά αυτά βαφτίζονταν χριστιανοί, άλλαζαν όνομα και ιδεολογικά κατηχούνταν στον ρωσικό στρατό, όπου υπηρετούσαν μέχρι και 25 χρόνια, συχνά χωρίς να ξαναδούν τις οικογένειές τους.
Επρόκειτο για κρατικά οργανωμένη προσπάθεια αφομοίωσης και εκχριστιανισμού, με στόχο την εξάλειψη της εθνοθρησκευτικής ταυτότητας. Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται και πάλι τα θύματα είναι παιδιά. Η Αλά Ποεντί, γαλλο-ουκρανή δημοσιογράφος και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, περιγράφει το έγκλημα ως μεθοδευμένη πράξη που οδηγεί στον αφανισμό της ταυτότητας μέσω της αθόρυβης εξολόθρευσης της παιδικής ηλικίας. Είναι μία από τις φωνές της διεθνούς εκστρατείας #BringKidsBack, που ζητά την άμεση επιστροφή των απαχθέντων παιδιών. Οπως τονίζει: «Καμία ειρήνη δεν είναι εφικτή χωρίς την επιστροφή των παιδιών. Καμία συμφωνία δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης, αν μια ολόκληρη γενιά χαθεί στη σιωπή».
Μέχρι σήμερα, μόλις 400 παιδιά έχουν επιστραφεί, γεγονός που αποκαλύπτει την τεράστια αδράνεια της διεθνούς κοινότητας. Κάποιες χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, βοηθούν διακριτικά σε διπλωματικό επίπεδο, όμως η πολιτική βούληση της Δύσης απουσιάζει: δεν υπάρχουν κυρώσεις, συντονισμός ή διεθνές σχέδιο επανένωσης.
Αυτό που συμβαίνει δεν αποτελεί απλή παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Η βίαιη μεταφορά παιδιών από μία εθνοτική ομάδα σε άλλη κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο προπαγάνδας και γεωπολιτικής επιρροής, επηρεάζοντας μακροπρόθεσμα την εθνική ταυτότητα. Και όλα αυτά χωρίς τιμωρία ή μαζική καταδίκη.
Το άρθρο 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη «Γενοκτονία» ορίζει ρητά: «Η βίαιη μεταφορά παιδιών από μία εθνοτική ομάδα σε άλλη συνιστά γενοκτονική πράξη, όταν έχει στόχο την πλήρη ή μερική εξόντωσή της».
Η πρακτική αυτή απειλεί λοιπόν την ίδια την επιβίωση ολόκληρων πληθυσμών, και η σιωπή της διεθνούς κοινότητας ισοδυναμεί με συνενοχή σε μια επερχόμενη καταστροφή. Τα παιδιά, όπου κι αν βρίσκονται στον κόσμο, έχουν ανάγκη από προστασία και φροντίδα. Σε τι κόσμο ζούμε, όταν η ίδια η ανθρωπότητα αδυνατεί να φυλάξει τα πιο αθώα και ευάλωτα μέλη της; Η προστασία των παιδιών δεν είναι προνόμιο, αλλά καθήκον κάθε κοινωνίας που θέλει να ονομάζεται ανθρώπινη.
Ο Αναστάσιος Καράμπαμπας είναι ιστορικός, πολιτικός αναλυτής







