Τι είναι Κόλαση; Ο πόλεμος. Οι θάλαμοι βαρέως πασχόντων στα νοσοκομεία και για τους ίδιους και για τους δικούς τους. Να βασανίζεται, να λιώνει ο αγαπημένος σου κι εσύ να μην μπορείς να τον ανακουφίσεις. Οι νεκροί γάμοι, που συντηρούνται από συμφέρον ή φόβο. Οι γονείς που ξεσπάνε στα παιδιά. Η βία μα και η παγωμάρα στις σχέσεις. Το δηλητήριο που σε ποτίζει ως το μεδούλι και καταντάς να αποστρέφεσαι τους πάντες, κυρίως δε τον εαυτό σου. Κόλαση η μοναξιά, η ανηδονία, να κουβαλάς το κορμί σου σαν βάρος…
Αυτά σκεφτόταν ο Αλκης κι έφτυνε τον κόρφο του. Τριανταπεντάρης δικηγόρος, με πάθος για τη δουλειά του, με εφηβική λαχτάρα για ζωή. Καλοπαρέας, ομορφόπαιδο, ερωτευμένος φουλ με τη γυναίκα του. Τόσο ερωτευμένος ώστε ούτε καν την στραβοκοίταξε όταν διαπίστωσε ότι είχε στείλει κατά λάθος στο καθαριστήριο αντί για τα χειμωνιάτικα κοστούμια του, τα καλοκαιρινά. Σκέφτηκε προς στιγμήν να εμφανιστεί στην Ευελπίδων με τζιν και κοντομάνικο, όμως όχι! Θα το εξελάμβαναν οι δικαστές ως περιφρόνηση. Και δίκιο θα είχαν. Οι τύποι περιφρουρούν την ουσία.
Φόρεσε ό,τι πιο ελαφρύ βρήκε. Ενα γκρι παντελόνι κι ένα μπλέιζερ. Εδεσε τη γραβάτα του κι έψαξε για ταξί στο κινητό. Τζίφος. «Ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση» τον πληροφόρησε η εφαρμογή. «Δεν βαριέσαι, θα βρω στον δρόμο…». «Πάρε κι ετούτα» του είπε η Λίνα και του έδωσε δυο μεγάλες πλαστικές σακούλες. «Ο ανεμιστήρας για τη μαμά σου. Στη μια σακούλα η βάση, στην άλλη η φτερωτή. Τι να την κάνουμε που φοβάται το ερκοντίσιον, προξενεί – λέει – τη νόσο των λεγεωνάριων»! «Πρέπει να της τον κουβαλήσω σήμερα»; «Πώς θα την παλέψει η καημενούλα με τον καύσωνα; Ή θα πας δεύτερη φορά στην Κυψέλη; Αφησέ τες, στην καφετέρια απέναντι από τα δικαστήρια…».
Εννέα το πρωί και ο ήλιος ήδη έκαιγε. Το νερό στο σιντριβάνι εκτοξευόταν χλιαρό. Στην πιάτσα δεν υπήρχε ούτε κίτρινο πούπουλο. «Στη Συγγρού αποκλείεται να μην περνάνε…» μονολόγησε ο Αλκης αφήνοντας πίσω του την Εστία Νέας Σμύρνης.
Με απελπισία κοίταζε, στις εννέα και είκοσι, το ποτάμι των αυτοκινήτων που ανέβαινε προς το κέντρο. Το δεξί του χέρι έως και παρεξηγήσιμα τεντωμένο, σαν σε φασιστικό χαιρετισμό. Τα ταξί δεν έκοβαν καν ταχύτητα. Το πουκάμισό του είχε ιδρώσει, σε λίγο θα κολλούσε επάνω του. Είχαν ραντεβού με τον πελάτη στις δέκα παρά τέταρτο στην πύλη των Ευελπίδων, αδύνατον να μην τον στήσει. Σκέφτηκε να βγάλει ένα πενηντάρικο και να το ανεμίζει στους ταρίφες. Ντράπηκε.
Διέκρινε στα διακόσια μέτρα μια στάση. Ξαναφορτώθηκε τα δυο τεμάχια του ανεμιστήρα. Είχε ύφος περιπλανώμενου στην έρημο. Περίμενε οκτώ λεπτά, σταμάτησε επιτέλους εμπρός του ένα τρόλεϊ. Οι πόρτες του άνοιξαν με έναν ήχο σαν ρέψιμο. «Πού πάτε;» ρώτησε τον οδηγό. Εκείνος τον αγνόησε. «Πατήσια κάνει τέρμα» τον πληροφόρησε μια γιαγιά που μπούκωνε – εκεί, στη στάση – τον εγγονό της γιουβαρλάκια. Σάλταρε στο όχημα.
Ολες οι θέσεις κι όλες οι χειρολαβές κατειλημμένες. Ανθρωπομάνι παστωμένο, πολύχρωμο, στωικό – τι τ’ όφελος να σιχτιρίζεις; Τα χνώτα και οι σωματικές οσμές δημιουργούσαν ένα πνιγηρό νέφος. Προχώρησε ο Αλκης δυόμισι βήματα και φράκαρε. Στεκόταν με ανοιχτά πόδια. Φοβόταν μη σε κάνα φρενάρισμα χάσει την ισορροπία του και πέσει στον ηλικιωμένο σπίνο – ψαθάκι, φυμέ γυαλιά – και τον λιώσει. Ή στη μεγαλογυναίκα με το έξωμο φόρεμα και παρεξηγηθεί. Τρεις πιτσιρικάδες είχαν στρογγυλοκαθίσει στη γαλαρία και αλληλοπειράζονταν στη διαπασών. Ενας Ρομά τσακωνόταν στο κινητό του σε γλώσσα ακατάληπτη με διάσπαρτες ελληνικές λέξεις. Ενας παπάς μουρμούριζε μες απ’ τα δόντια του.
Εγδερναν οι σακκούλες τις παλάμες του, τον έσφιγγε η γραβάτα σαν θηλιά, το δε χειρότερο; Το έντερό του συσπώνταν επικίνδυνα. «Εάν αποσυνθέσεις την Κόλαση, στο τέλος απομένει ένας καύσωνας, ένα τρόλεϊ και εξήντα επιβάτες…» παράφρασε τον Ελύτη. Χαμογέλασε πικρά. Κι έπειτα, για χαριστική βολή, κάποιο χέρι του χούφτωσε τον πισινό.







