Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι αστείο, είναι σκάνδαλο. Για τον λόγο αυτόν, θα συνιστούσα στους κυβερνώντες να την αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα, όχι με σαχλαμάρες σαν αυτές που μας σέρβιρε προχθές ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Χρήστος Κέλλας, με συνέντευξή του στην ΕΡΤ. Στη συνέντευξη αυτή, ο κ. Κέλλας μάς θύμισε ότι «και κατά την περίοδο 1996-2004 είχαν επιβληθεί στην ελληνική κυβέρνηση πρόστιμα ύψους 850 εκατομμυρίων δραχμών. Τώρα», συνέχισε ο υφυπουργός, «έχουμε το διοικητικό πρόστιμο των 415 εκατομμυρίων. Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα το πρόστιμο αυτό», τόνισε. «Επεβλήθη για κακή διοικητική πράξη και δεν έχει σχέση με πλαστά χαρτιά ή λάθος επιχορηγήσεις, είναι καθαρά διοικητικό το πρόστιμο και, βεβαίως, η Ελλάδα θα κάνει έφεση», κατέληξε. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι ο κ. Κέλλας είναι πιο έξυπνος από εμάς τους υπόλοιπους που δεν είμαστε υφυπουργοί. Κάνει το λάθος όμως να πιστεύει ότι είμαστε και τελείως ηλίθιοι.
Απορώ, ειλικρινά, πώς δεν ντρέπεται ο κ. Κέλλας να παραπλανά σκοπίμως την κοινή γνώμη και μάλιστα με τέτοια προχειρότητα και ερασιτεχνισμό. Κατ’ αρχάς, προσέξτε πως παραλείπει – πολύ βολικά – να αναφέρει ότι το πρόστιμο των 415 εκατομμυρίων είναι σε ευρώ, δηλαδή υπερπολλαπλάσιο του παλαιότερου προστίμου. Επειτα, ισχυρίζεται ότι το πρόστιμο δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και ότι είναι διοικητικό, λες και αφορά παρατυπίες και όχι απάτη. Πράγματι, το πρόστιμο είναι συνολικά για δέκα, αν δεν κάνω λάθος, χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ομως, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του αφορά εμάς. Πληροφορούμαι, συγκεκριμένα, ότι το μέρος του προστίμου που αντιστοιχεί στην Πορτογαλία, για ανάλογες απάτες, είναι μόλις 35 εκατομμύρια ευρώ. Τα δε ποσά τα οποία καταλογίζονται στις υπόλοιπες χώρες του καταλόγου είναι αστεία, ακόμη και εν σχέσει με τα 35 εκατομμύρια της Πορτογαλίας. Αν ευσταθούν αυτές οι πληροφορίες, τότε δεν χωρεί αμφιβολία ότι δεν είναι ένα «πρόβλημα ευρωπαϊκό», όπως το ορίζει ο κ. Κέλλας, αλλά κατά το πλείστον ελληνικό, ελληνικότατο!
Και μη νομίζετε ότι τελειώσαμε εδώ – στην πραγματικότητα, μόλις τώρα αρχίσαμε. Ακούω, φέρ’ ειπείν, από επιχειρηματικούς κύκλους, αλλά και ευρωπαϊκές πηγές, ότι το τελικό πρόστιμο που θα επιβληθεί στη χώρα όταν θα έχει ολοκληρωθεί η έρευνα ενδέχεται να φτάσει ακόμη το ένα δισεκατομμύριο. Σε ευρώ, εννοείται, όχι σε δραχμές όπως θα ήθελε να νομίζουμε ο κ. Κέλλας.
Ολοι καταλαβαίνουμε την ανάγκη της κυβέρνησης να υποβαθμίσει κατά το δυνατόν την υπόθεση, παρουσιάζοντάς την ως ένα τεχνικό πρόβλημα, δηλαδή πρόβλημα ελλιπούς οργάνωσης και ανύπαρκτων υποδομών, το οποίο μέχρι τώρα δεν είχε αντιμετωπιστεί. Αυτό είναι, πράγματι, το υπόβαθρο του προβλήματος. Ομως, το πρόστιμο δεν επιβάλλεται στη χώρα επειδή δεν είχε μεριμνήσει ώστε να υπάρχουν οι κατάλληλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, αλλά επειδή ένα πλήθος επιτηδείων εκμεταλλεύονταν την απουσία των μηχανισμών, προκειμένου να αρμέγουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Με άλλα λόγια, μέσω του υπερμεγέθους προστίμου, η Ευρώπη δεν μας τιμωρεί για την κακή οργάνωση του κράτους μας. Αυτό που κάνει είναι ότι ζητάει πίσω τα λεφτά που πήραμε εξαπατώντας τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Παρά το μέγεθος και την έκταση του σκανδάλου, ωστόσο, η κυβέρνηση έχει την τύχη με το μέρος της. Πρώτα απ’ όλα, επειδή η υπόθεση σκάει μέσα στο κατακαλόκαιρο, που σημαίνει ότι έχει μπροστά της ένα χρονικό διάστημα για να σχεδιάσει τη λήψη μέτρων και να τα εξαγγείλει. Κυρίως, όμως, είναι τυχερή, επειδή η αντιπολίτευση φώναξε τόσες φορές «λύκος, λύκος!» και για τόσο ευτελείς λόγους (ξυλόλια, μπαζώματα, βαγόνια που εξαερώθηκαν), ώστε τώρα πια δύσκολα συναρπάζεται ο κόσμος με τη σκανδαλολογία, όσο μεγάλο κι αν είναι το σκάνδαλο. Αντί να αναδείξουν τις πραγματικές ευθύνες της κυβέρνησης στο δυστύχημα των Τεμπών, δηλαδή την αδιαφορία που επέδειξε επί σχεδόν δύο χρόνια, εκείνοι αγωνίστηκαν με νύχια και με δόντια για να αποδείξουν γελοιωδέστατες θεωρίες συνωμοσίας, που φυσικά κατέρρευσαν. Ποιος θα τους δώσει σημασία τώρα, με τη θερμοκρασία στους 40 βαθμούς;







