Η μοίρα το έφερε ώστε δύο από τους μεγαλύτερους πολιτικούς ηγέτες να έχουν σχέση με την 23η Ιουνίου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε μια μέρα σαν αυτή το 1996 και ο Κώστας Σημίτης γεννήθηκε μια μέρα σαν αυτή το 1936. Με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου διαβάζω πολλά επικολυρικά «πατριωτικά» αναγνώσματα για το παγκόσμιο κύρος της χώρας την περίοδο των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου και άλλα του τύπου πως η σοσιαλδημοκρατία πρέπει σήμερα να ακολουθήσει την «πολιτική κατεύθυνση» και τις παρακαταθήκες του Ανδρέα, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ποτέ δεν δήλωσε τη συμπάθειά του σε αυτήν. Καλός είναι ο σεβασμός στον Ανδρέα, κατανοητή η νοσταλγία για αυτόν όλων όσοι συμπορεύθηκαν μαζί του, αν και δεν είναι το ίδιο κατανοητή η νοσταλγία όσων δεν είχαν καμία σχέση με αυτόν, αλλά πολύ καλύτερη είναι η αλήθεια.

Ποτέ η χώρα μας δεν είχε μεγαλύτερο κύρος στα Βαλκάνια και την Ευρώπη απ’ όσο την περίοδο 1996-2004. Στα Βαλκάνια, αν είχε μάλιστα λυθεί από τότε η γάγγραινα του Μακεδονικού, κοιτούσαν με ελπίδα προς τη μεριά της Ελλάδας και στην υπόλοιπη Ευρώπη στις διάφορες συνόδους κορυφής, αλλά και των υπουργών, ανέμεναν την ελληνική άποψη για τα κρίσιμα προβλήματα της περιόδου. Η κυβέρνηση Σημίτη δεν παρακολουθούσε τις ευρωπαϊκές εξελίξεις με τη λογική του «δώσε και μένα, μπάρμπα» ή με τη λογική τού «αν δεν μου δώσεις όσα θέλω, θα κλείσω τη μύτη μου μέχρι να σκάσω». Η κυβέρνηση Σημίτη συνδιαμόρφωνε τις εξελίξεις και τις περισσότερες φορές ήταν ένα βήμα μπροστά από αυτές. Ηταν η μόνη περίοδος που στα διάφορα ευρωπαϊκά φόρα οι έλληνες συμμετέχοντες δεν αντιμετωπίζονταν ως «παράξενα φρούτα», αλλά ως ισότιμοι εταίροι και παράγοντες ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ιδέας. Τα όσα έχει γράψει για αυτή την περίοδο ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης – και όχι μόνο – είναι ενδεικτικά. Κανένας «ριζοσπαστισμός» και κανένας φεϊσμπουκικός λαϊκισμός – να αρέσουμε στους οπαδούς του Ανδρέα – δεν μπορεί να σβήσει το έργο του Κώστα Σημίτη, ώστε κάποιοι να μην τον συμπεριλαμβάνουν στους αναμορφωτές αυτής της χώρας.

Από την άλλη, όμως, καμία από αυτές τις προσωπικότητες, ούτε καν κι αν στον κατάλογο προσθέσουμε και τους Βίλι Μπραντ, Ούλοφ Πάλμε, Φρανσουά Μιτεράν και όποιον άλλο σοσιαλδημοκράτη ή σοσιαλιστή θέλουμε, δεν μπορεί να δώσει την κατεύθυνση στη σημερινή σοσιαλδημοκρατία. Ολοι αυτοί ήταν ηγέτες μιας σοσιαλδημοκρατίας που γεννήθηκε και μεγαλούργησε στις συνθήκες της κυριαρχίας του κράτους- έθνους. Κανένας από αυτούς δεν μπορεί να δώσει «έτοιμες συνταγές» για την εποχή της παγκοσμιοποίησης και μάλιστα υπό την κυριαρχία του τραμπισμού. Ισως πιο κοντά σε αυτό να ήταν ο Κώστας Σημίτης. Αλλά και αυτός ήταν γέννημα θρέμμα της σοσιαλδημοκρατίας των μεγάλων συμβιβασμών. Σήμερα η σοσιαλδημοκρατία, σεβόμενη την ιστορία και το όνομά της, χρειάζεται να αναζητήσει τον εαυτό της στα μετά τη σοσιαλδημοκρατία. Επομένως χρειάζεται να συναντήσει και τους δρόμους της ριζοσπαστικοποίησης του λόγου της. Υπό αυτή την προϋπόθεση ίσως οι κατευθύνσεις του Ανδρέα να έχουν μια αξία. Αρκεί αυτές να αποφύγουν τους σκοπέλους της απλούστευσης των προβλημάτων και τους υφάλους της επιστροφής στις «πατριωτικές» λύσεις.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας