Σ’ ένα θέατρο που συχνά ζητά φωνή, εκείνοι μίλησαν με ουσία. Η Μαίρη Μηνά τιμήθηκε φέτος με το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη για την ερμηνεία της στο έργο «Ο άσχημος» του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ, στην περσινή παράσταση του Γιώργου Κουτλή στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου – Μαριάννα Τόλη. Η εμφάνισή της στη σκηνή στάθηκε σμιλεμένη, αιχμηρή, απρόβλεπτη, όπως ακριβώς και ο κόσμος του έργου. Από την άλλη, ο Γιάννης Τσουμαράκης κέρδισε το Βραβείο Δημήτρης Χορν για τον ρόλο που υποδύθηκε στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη, στην ευαίσθητη σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη στο Θέατρο Σταθμός. Χωρίς υπερβολές, μόνο με ειλικρίνεια και ρυθμική ακρίβεια, έκανε να ακουστεί μια εγκλωβισμένη γενιά. Η κοινή τους συνισταμένη είναι ότι αποτελούν δύο ηθοποιούς νέας κοπής, χωρίς υπερβολή ή έπαρση, αλλά με εργατικότητα και σκηνική ευθύτητα. Είναι ήδη παρόντες στην καλλιτεχνική δράση και δείχνουν τον δρόμο προς κάτι πιο ουσιαστικό. Με τα χειροκροτήματα για τη διάκρισή τους να έχουν πια κοπάσει κι εκείνους να έχουν επιστρέψει στην επαγγελματική τους ρουτίνα, τα «Πρόσωπα» μίλησαν μαζί τους, όχι μόνο για τη νίκη τους αλλά και για τη θεατρική κοσμοθεωρία τους.

Εναν μήνα πλέον μετά τη βράβευσή σας, πώς βλέπετε τη διάκρισή σας από απόσταση;

Μαίρη Μηνά: Οταν με επισκέπτεται μέσα στη μέρα αυτή η σκέψη, ακόμα παίρνω μικρές δόσεις χαράς και μιας γλύκας. Από την άλλη, όμως, δεν έχει αλλάξει επί της ουσίας κάτι. Το βραβείο ίσως να έρχεται λίγο και να υπογραμμίζει τις αγωνίες και τις επιθυμίες λίγο παραπάνω, όχι σαν μια αίσθηση ακριβώς ευθύνης, αλλά ότι τώρα μέσα μου κάπως συνυπολογίζεται το ότι η διαδρομή εμπεριέχει κι αυτό. Αλλά αυτό που επικρατεί περισσότερο είναι μια αίσθηση ανάτασης.

Γιάννης Τσουμαράκης: Κι εμένα σαν σκέψη κάποιες στιγμές με συντροφεύει. Η αλήθεια είναι ότι εμένα μου πήρε κάποιες μέρες να το μεταβολίσω. Δεν το περίμενα. Χάρηκα πάρα πολύ. Ενα δώρο που μου έδωσε αυτό το βραβείο είναι κάπως η αγάπη που πήρα και από τους φίλους, τους γνωστούς και τους δασκάλους μου. Είναι τέσσερα χρόνια που έχω τελειώσει τη σχολή και κάπως είναι σαν να επέστρεψαν κάποιοι άνθρωποι που έχω συναντήσει και να μου είπαν ότι πίστευαν σε μένα κι είναι πολύ όμορφο αυτό σαν σκέψη. Κι εγώ το σκέφτομαι το βραβείο σε σχέση με την πορεία μου από εδώ και πέρα. Δεν θέλω να το φέρω σαν μια ευθύνη που πρέπει να αποδεικνύω γιατί το πήρα, αλλά σαν μια όμορφη ώθηση. Δεν έχει αλλάξει κάτι στη ζωή μου, έτσι κι αλλιώς τώρα πια είναι Ιούνιος μήνας, τα πράγματα για του χρόνου λίγο-πολύ έχουν κλείσει. Αυτό που θα ήθελα μακροχρόνια να μου δώσει σαν δώρο αυτό το βραβείο είναι μια ροή στα πράγματα λίγο πιο ομαλή.

Νιώθετε ότι το βραβείο έχει κι ένα βάρος ευθύνης για το από εδώ και πέρα ή δίνει μια μεγαλύτερη ελευθερία στις επιλογές;

Γ. ΤΣ.: Δεν το ξέρω ακόμα. Δεν χρειάζεται όμως να το φέρουμε σαν βάρος που συνέβη. Αλλά σαν ένα όμορφο μικρό παράσημο. Μέχρι εκεί.

M. M.: Κι εγώ κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι. Εχει την ερμηνεία που του δίνεις. Εάν για κάποιον λόγο αρχίζεις και εμπλέκεσαι τόσο με αυτό, σε βαθμό που να σου γίνει βαρίδι και να νιώθεις ότι έχεις μια ευθύνη να το εξαργυρώνεις σε κάθε σου κίνηση, κάπως έτσι θα σε πάει. Αν, από την άλλη, το αισθανθείς σαν ένα μικρό παράσημο κι ένα χτύπημα στην πλάτη που σου λέει «ωραία, συνέχισε», αυτό μπορεί να σου δώσει μια μεγάλη ελευθερία να πιστεύεις περισσότερο στις επιλογές που κάνεις, στο πώς εμπλέκεσαι και μπαίνεις στην κάθε δουλειά, με λίγη παραπάνω ενδεχομένως πίστη. Νομίζω ότι εκεί είναι και το πιο ωφέλιμο να κάνει κανείς σε κάθε είδους βράβευση, μεταφορική ή κυριολεκτική. Απλά να ενισχύει ένα κομμάτι μέσα του που τον καθιστά κάθε φορά πιο έτοιμο να εμπλακεί όλο και πιο ψυχικά, όλο και πιο πυρηνικά.

Σκεφτήκατε καθόλου τι σημαίνει να σας αναγνωρίζουν για κάτι τόσο εφήμερο όσο μια ερμηνεία που φεύγει μετά το τέλος της παράστασης;

Γ. ΤΣ.: Αυτό είναι στη φύση της δουλειάς μας. Φέρει μια γλυκόπικρη ματαιότητα. Δεν μένει κάτι, μόνο μια όμορφη ανάμνηση ότι κάτι έκανες και κάπως εξελίχθηκες. Κάτι είπες και το κρατάς αυτό για σένα. Ως προς το κομμάτι της αναγνώρισης, το πιο όμορφο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί είναι να σου μιλήσει κάποιος μετά από καιρό, όταν πια έχεις οριακά ξεχάσει ότι έχεις κάνει μια παράσταση ή μια δουλειά και να σου πει ότι του άρεσε πολύ. Ειδικά όταν συμβαίνει με δουλειές που έχεις αγαπήσει πολύ στο παρελθόν. Οταν μου λένε για κάποιες συγκεκριμένες δουλειές μου, κάπως αυτομάτως αυτοί οι άνθρωποι μπαίνουν σε μια ειδική θέση στην καρδιά μου.

Μ. Μ.: Το εφήμερο της δουλειάς, ειδικά στο θέατρο, είναι πάρα πολύ έντονο. Στην τηλεόραση, στο σινεμά, κάπου σε κάποιο αρχείο, αυτό είναι καταγεγραμμένο, μπορείς να επιστρέψεις. Με το θέατρο, ακόμα και αν καταγραφεί σε ένα βίντεο η παράσταση, αυτό που συντελείται δεν καταγράφεται. Αυτό μένει μόνο σαν μια μνήμη η οποία είναι συλλογική αυτών των ανθρώπων τη συγκεκριμένη βραδιά. Αυτό για μένα έχει σίγουρα μια αίσθηση ματαιότητας. Κάθε βράδυ κάτι φτιάχνεις, χτίζεις, χτίζεις, χτίζεις και στο τέλος γκρεμίζεται σαν να το παίρνει το κύμα. Αλλά έχει και μια φοβερή γοητεία στο πόσο συνένοχοι γινόμαστε σε παρόντα χρόνο αυτοί που είμαστε στην ίδια αίθουσα, είτε ως θεατές είτε ως θεώμενοι. Κάπως έχουμε μια κοινή εμπειρία που κανείς δεν έχει πρόσβαση σε αυτήν, παρά μόνο εμείς, κι αυτό δημιουργεί έναν δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους τόσο αδιόρατο, που δεν χωράει σε λόγια αλλά ξέρεις ότι σε συντροφεύει για πάντα. Ακόμα κι όταν ξεχάσεις τη μνήμη της ίδιας της παράστασης ή του συναισθήματος, η εμπειρία έχει γράψει με έναν τρόπο μέσα σου εάν έχει καταφέρει να σε μετακινήσει έστω και ένα χιλιοστό από το πώς μπήκες. Αυτό για μένα είναι το μεγαλύτερο κέρδος που μπορεί να προσφέρει η δουλειά μας αλλά και η επιθυμία των ανθρώπων που βλέπουν θέατρο. Γι’ αυτό καταλήγω πάντα και αντιστέκομαι στο να θεωρήσω ότι αυτή η δουλειά που κάνουμε είναι μια πολυτέλεια, αλλά είναι μια ανάγκη τόσο για εμάς όσο και για τους θεατές. Αυτή η απειροελάχιστη μετακίνηση που γίνεται συλλογικά και μέσα σε παρόντα χρόνο νομίζω ότι είναι αυτό που φέρνει την εξέλιξη στο DNA μας. Κάπως από κει μετά αρχίζουμε να βλέπουμε τα πράγματα αλλιώς, να είμαστε έξω, στις σχέσεις μας, στο σπίτι μας, στα προσωπικά μας «θέλω», στα κοινωνικά ζητήματα αλλιώς. Οπότε, όταν με αναγνωρίζουν μέσα από αυτό, είναι σαν να επανέρχεται ο παρόντας χρόνος και να κλείνουμε ο ένας στον άλλον το μάτι γι’ αυτό που συντελέστηκε. Σαν ένα κοινό μυστικό που ξέρουμε ότι έχει συμβάλει σε ένα παρακάτω επίσης απροσδιόριστο αλλά πολύ ουσιώδες.

Ποια είναι η πιο ωμή αλήθεια που μάθατε για τον εαυτό σας μέσα από το θέατρο;

Μ. Μ.: Αυτό που κάπως ανακάλυψα μέσα από το θέατρο δεν είναι καμιά μεγάλη φιλοσοφία ζωής αλλά μου έγινε βίωμα. Εγώ πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ σκληραγωγημένο από την πορεία της ζωής μου, ότι είμαι πολύ ανθεκτική, ακούραστη, δυναμική. Το θέατρο κάπως συνετέλεσε, και η ψυχοθεραπεία μαζί, στο να συνειδητοποιήσω ότι όλο αυτό είναι ένα περίβλημα μιας τρομακτικής ευαισθησίας. Δεν είναι κάτι που δεν το γνώριζα ήδη ή δεν καταλάβαινα, αλλά μου έγινε βίωμα. Κατάλαβα ότι όλο αυτό το περίβλημα του δυναμισμού, του ακούραστου, του σκληραγωγημένου, ήταν μια πανοπλία ακριβώς για να διαφυλάξω και να προστατεύσω αυτή την ευαισθησία που είναι τρομακτικά ευάλωτη σαν κλαράκι. Επειδή το θέατρο σε προσκαλεί αυτή την ευαλωτότητα να την εκθέσεις, μου έγινε πολύ καθαρό ότι αποτελούμαι και αποτελούμαστε από αυτές τις δύο ποιότητες: του μαχητή που βγαίνει έξω μπροστά πολύ έτοιμος να κατακτήσει και από το σχεδόν νεογνό που είναι μέσα εκεί πολύ ευάλωτο κι απλώς εισπράττει.

Γ. ΤΣ.: Για μένα μια αλήθεια που μου ανέδειξε η ίδια η φύση της δουλειάς και σαν διαδικασία και σαν αποτέλεσμα είναι η παροδικότητα των πραγμάτων. Είναι ωμή αλήθεια και πολύ γλυκιά, αν τη συνειδητοποιείς και την αγκαλιάσεις. Το ότι τώρα έχεις, μετά όχι, τώρα μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό το θέμα που σε καίει, όχι μετά. Κι αυτό έχει την όψη της ματαιότητας, ότι τίποτα δεν μένει, θα ξεχαστεί, τίποτα δεν είσαι κι εσύ. Αλλά, από την άλλη, είναι και φοβερά απελευθερωτικό το να βγεις τώρα και να μιλήσει γιατί αύριο μπορεί να μην μπορείς αφού τώρα έχεις έναν άνθρωπο από κάτω που αύριο δεν θα έρθει στην παράσταση. Αυτό με κάνει πολλές φορές να αναρωτιέμαι όσο παίζω μια παράσταση για τι θα μιλήσω, για ποιον λόγο, τι έχω να πω.

Εχετε νιώσει σε στιγμές να παίζετε καλύτερα στη ζωή απ’ ό,τι στη δουλειά σας;  

Μ. Μ.: Αν πάρουμε την κυριολεκτική έννοια, εγώ παίζω πολύ καλύτερα όταν παίζω με το παιδί μου. Είμαι ελεύθερη.

Γ. ΤΣ.: Αν εννοείς το να υποκρίνομαι, να μπαίνω σε ρόλο, νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι εξασκούμε αυτόν τον μηχανισμό. Γιατί πάνω απ’ όλα είναι ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας το να υποκρίνεσαι, να μπαίνεις σε ρόλο ή το να σου φοράνε τα προσωπεία οι άλλοι που θέλουν ή κι εσύ τα δικά σου. Το πιο τραγικό είναι όταν συνειδητοποιείς ότι και όταν είσαι μόνος σου, πολλές φορές φοράς ένα άλλο προσωπείο, μπορεί να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου και να υποκρίνεσαι φοβερά. Το θέμα είναι η δουλειά με τον εαυτό σου, γιατί αλλιώς θα αποτρελαθείς. Εχω διαβάσει συνεντεύξεις μεγάλου ηθοποιού που έλεγε ότι την ώρα που έκλαιγε για τον πατέρα του που έφυγε απ’ τη ζωή, παρατηρούσε το πώς κλαίει. Διαβάζεις αυτό και σου φαίνεται τερατικό. Ταυτόχρονα όμως, έτσι κι αλλιώς είμαστε παρατηρητές του εαυτού μας, είτε είμαστε ηθοποιοί είτε όχι. Απλά συνήθως, όταν είσαι ηθοποιός, αυτό το μικρόβιο της παρατήρησης του εαυτού σου μπαίνει πολύ συχνότερα μέσα σου. Αυτό όμως, αν το δεις από τη θετική του σκοπιά, είναι ένας μηχανισμός ανάλυσης των πραγμάτων, του ψυχισμού, της συμπεριφοράς, των σχέσεων, των συνθηκών. Δεν ξέρω αν υποκρίνομαι ή όχι στη ζωή μου. Πολλές φορές υποκρίνομαι όταν είμαι μόνος μου, κοροϊδεύω τον εαυτό μου για πράγματα και όταν τα συνειδητοποιώ μετά από πολύ καιρό σκάει η φούσκα μέσα μου και θέλω να ανοίξει και να με καταπιεί.

Μ. Μ.: Εγώ θεωρώ ότι η ίδια η ζωή παίζει πολύ περισσότερο από ό,τι η τέχνη. Η τέχνη λέει αλήθεια, ενώ όλοι μας υποκρινόμαστε ότι υπάρχει μια κανονικότητα στη ζωή αλλά επικρατεί ο απόλυτος παραλογισμός. Τουλάχιστον στο θέατρο ή στις αφηγήσεις και γενικότερα στην τέχνη επέρχεται μια κατάσταση απόλυτης επίγνωσης, η οποία είναι πάρα πολύ οδυνηρή και είναι και η μόνη αλήθεια που λέγεται. Γιατί κατά τα άλλα όλοι υποκρινόμαστε ότι αυτό είναι φυσιολογικό στη ζωή να συμβαίνει. Είναι φυσιολογικό στη ζωή να συμβαίνει δίπλα μας μια γενοκτονία και να είναι τυχαίο το ότι δεν είμαστε εμείς στους οποίους συμβαίνει. Στο θέατρο ποτέ δεν θα υπάρξει μια τέτοια τυχαιότητα, ότι συμβαίνει ένας πόλεμος, αλλά εντάξει, δεν πειράζει, ας κάνουμε ότι δεν συμβαίνει κι ας πιούμε τσάι. Γίνεται στον Τσέχοφ, βέβαια, αλλά βράζουν οι άνθρωποι. Είναι ένα κέντημα που κάνει ο Τσέχοφ και πάλι λέει την αλήθεια ότι η ζωή είναι ανυπόφορη κι εμείς πίνουμε τσάι. Στη ζωή μας εμείς δεν το κάνουμε. Πίνουμε απλά το τσάι, είναι σαν να το καταπιέζουμε. Σαν μικρά γρανάζια αυτής της ζωής, όντως πίνουμε τσάι και λέμε ότι όλα καλά και περιμένουμε να πάμε στο θέατρο ή να ασκήσουμε την τέχνη μας για να αρχίσουμε να φωνάζουμε και να βγάζουμε φωνή που λέει μια αλήθεια. Γιατί αυτό είναι το δικό μας «μπορώ». Κατά τα άλλα, νομίζω ότι όλοι προστατεύουμε τον ψυχισμό μας τον τόσο ευάλωτο από αυτό που λέγεται το παράδοξο της ζωής γιατί πρέπει κάπως να επιβιώσουμε. Το ότι λέγονται αυτές οι αλήθειες μέσα από την τέχνη ή από την κάθε τέχνη είναι μια ένδειξη ότι η ανθρωπότητα συνεχίζει και κολυμπά για να βγάλει το κεφάλι έξω από το νερό.