Επηξα από Γάζα, Ιράν και μουλάδες κι είπα να δω καμιά παλιά ελληνική ταινία να ξεχαστώ. Και, για πρώτη φορά, βλέποντας και παρατηρώντας τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Φέρμα, τον Κωνσταντάρα, τον Φούντα, τον Κούρκουλο, συνειδητοποιώ και λέω από μέσα μου: για δες, κάποτε υπήρχαν  και κανονικοί άντρες. Με τη φαλάκρα τους, την κοιλίτσα τους, με τα κασκορσέ τους, με τα κοστούμια και τις γραβατούλες τους, τα σκαρπίνια, τις τρίχες στα πόδια που θεωρούσαν αδιανόητο να τις ξυρίσουν. Αδιανόητο να γίνουνε βαψομαλλιάδες, ή να βγαίνουν έξω παριστάνοντας τα τζόβενα. Είχαν κάποιον αυτοσεβασμό, ένιωθαν πως υπάρχει κάποιο όριο.

Δεν ξέρω τι αισθάνονταν από μέσα τους, πόσο θα ήθελαν κι εκείνοι να υποδυθούν τους ημιπιτσιρικάδες, τους πουρο-τινέιτζερς, ως μειρακιογέροντες, εκπρόθεσμοι εραστές και νεο-μπαμπαλήδες. Πάντως συγκρατούσαν τον εαυτό τους και περιορίζονταν σε μια εικόνα αυτοσεβασμού. Δεν τους έβλεπες, όπως βλέπεις τώρα κάτι ογδοντάρηδες και βάλε, με ξασμένη κοτσίδα στην αποψιλωμένη γκλάβα, να φορούν σκισμένο μπλουτζίν, εφηβικό μπλουζάκι με εικόνα του Τσε, παπούτσια Adidas με αερόσολα, οδοντοστοιχία τηλεπαρουσιαστή και καμιά δεκαριά βραχιολάκια στο υπέργηρο χέρι. Ασε τα τατουάζ που, από εκεί που τα χτυπούσαν μόνο φυλακόβιοι άντρες βαριάς μορφής, τώρα τα κοτσάρει ο κάθε παππούς ή ο πάσα φλώρος στο μπράτσο του το οποίο δεν θα άντεχε ένα μπρα-ντε-φερ ούτε με ενενηντάχρονη καλόγρια.

Κωλομπαρεύτηκαν όλα, τα πάντα. Μικροί-μεγάλοι στο καφενείο. Κολυμπάμε ευτυχείς στα αμφίβολα όρια κάποιας φαιδρότητας και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μας έχει τρελάνει το γυαλί κι όλοι θέλουμε να είμαστε Ντόριαν Γκρέι, ή Ντόριαν Γκέι; Παντοτινοί εραστές (με το μυαλό μας) ενώ, στην πραγματικότητα, για τα κορίτσια, μετά τα πενήντα μας, είμαστε αόρατοι – όπως, όταν εμείς ήμασταν νέοι, όλες οι γυναίκες και οι άντρες άνω των τριάντα ήταν αόρατοι. Δεν υπήρχαν ερωτικώς, άρα δεν υφίσταντο και ως υπάρξεις – κι αυτή είναι η παντοτινή, η αιώνια σκληρότητα της νεότητας. Βέβαια εμείς οι ηλικιωμένοι τη λέμε τώρα απαξιωτικά «ηλικιακό ρατσισμό», αλλά έτσι είναι και θα είναι πάντα. Και δεν φταίνε οι εκάστοτε νέοι, αλλά οι μεγαλο-ενήλικες που ίσως δεν έχουμε συναίσθηση του εαυτού μας, αρνούμαστε να δεχτούμε τη φύση και την ηλικία μας και να φερόμαστε ανάλογα – όπως, τότε, ο Παπαγιανόπουλος, ο Φέρμας, ή ο πατέρας μου, άντρες που ξέρανε τι τους γίνεται, ξέρανε να είναι μπαμπάδες, σύζυγοι και παππούδες, εκπέμποντας τη δέουσα σοβαρότητα, αντρική τρυφερότητα, προκαλώντας κάποιο δέος και κρατώντας τις αποστάσεις που τους έσωζαν.

Ητανε κανονικοί άντρες, με τη φαλάκρα και την κοιλίτσα τους. Με τις παντόφλες, τα σκαρπίνια, τον κασκορσέ, τον πικρομέτριο και τα ψηλοκάβαλα παντελόνια τους. Αποδέχονταν τη φθορά. Αποδέχονταν τον εαυτό τους. Ηταν αυστηροί και εύθραυστοι. Τους αγαπούσαμε και τους σεβόμασταν όχι επειδή νεάνιζαν, φορούσαν ψεύτικα μαλλιά και βαρούσαν υαλουρονικό στα γόνατα. Ούτε γιατί έκαναν μπότοξ και κατάντησαν να μοιάζουν σαν τον Μπρέζνιεφ – ήταν κανονικοί πατεράδες: κάπνιζαν άφιλτρα, ξυρίζονταν  (ποτέ τις μασχάλες), πήγαιναν στη δουλειά, ήταν νοικοκύρηδες, έπιναν το ουζάκι τους, τους φοβόμασταν, είχαν άποψη. Λάθος, ή όχι, πάντως εξέπεμπαν ένα αίσθημα σοβαρότητας και ασφάλειας.

Το έχει γράψει υπέροχα ο Μάριος Χάκκας: «Λευτεριά της αυλής και του ταβλιού με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω». Η πραγματική ελευθερία. Οι ρωγμές της – ποιες είναι; Φυσικά ο καθείς  δικαιούται να κάνει ό,τι θέλει, πια, και κανείς δεν τον παρεξηγεί, τουλάχιστον στα φανερά – αλλά υπάρχει και η κάποια αισθητική, εκείνο το περίεργο αίσθημα ορίου, η αόρατη γραμμή, που δεν ορίζεται, αλλά και που αν την παραβιάσεις διολισθαίνεις ανεπαισθήτως σε μια φαιδρότητα που προκαλεί μειδιάματα, μαζί με την ανοχή (βέβαια) και στο πλαίσιο του δικαιωματισμού και της αλληλέγγυας απόγνωσης. Εντάξει, το καταλάβαμε.

Πάντως, βλέποντας εκείνες τις παλιές ταινίες, σκέφτομαι αυτό: τα πράγματα τότε ήταν καθαρά και πιο ασφαλή. Ο Παπαγιαννόπουλος δεν είχε κανένα άγχος για τη φαλάκρα του, δεν φόρεσε ποτέ περουκίνι, κρέμα contour des yeux, ούτε έκανε μεταμόσχευση μαλλιών – πολύ περισσότερο ο Βέγγος: τον σκέφτεσαι στα εβδομήντα του με πλούσιο μαύρο, σπαστό μαλλί, χωρίς καθόλου κοιλίτσα και χωρίς ρυτίδα στο μάτι; Ποιος, ή τι θα ήταν – ένας υβριδικός Βέγγος που θα παρίστανε τον Φαίδωνα Γεωργίτση;

Σήμερα θα λέγαμε, ναι, γιατί όχι, αυτό πια είναι αυτονόητο. Και τι τίτλος είναι αυτός που έβαλες στο κείμενο; «Κανονικοί άντρες»; Τι θα πει «κανονικοί»; Και τι «άντρες»; Πώς τολμάς και θυμάσαι τέτοιες παράνομες λέξεις; Δεν φοβάσαι μήπως εκεί έξω κάποιοι καλοπροαίρετοι σου κόψουνε το νερό απ’ τ’ αυλάκι; Δεν ξέρω, δεν ζει και ο αντιδραστικός Παπαγιαννόπουλος να τον ρωτήσω. Ή, ο Φέρμας. Κι ο Βέγγος – να μου ξεκαθαρίσει γιατί δεν έκανε αναδάσωση κεφαλής, ή έστω, γιατί δεν έβαλε τόσα χρόνια, παρότι πρωταγωνιστής, μια περούκα; Θα πεις, μα αυτό ήταν που πουλούσε ο Θανάσης ανάμεσα σε άλλα, πιο πολύτιμα: τη φαλάκρα του. (Οπως και ο Συνέσιος ο Κυρηναίος). Ισως, αν και δεν νομίζω. Δεν ήταν κάτι που πρόσεχες. Ούτε σ’ ένοιαζε αν ο Παπαγιαννόπουλος φορούσε μαύρο σκαρπίνι, κάλτσα μερσεριζέ και παντελόνι με διπλή πιέτα. (Και πού να βρεις τώρα παντελόνι με διπλή πιέτα;).