Ας φανταστούμε μια οικογένεια. Με κάμποσα παιδιά. Ομορφόσογο, αλλά η μία κόρη είναι εκπάγλου καλλονής. Και επιπλέον έξυπνη και σκερτσόζα. Ολοι τη θαυμάζουν, όλοι την παινεύουν όχι μόνο στην οικογένεια αλλά και σε όλο το χωριό, μέχρι και στην «πρωτεύουσα» της περιοχής. Η προσδοκία είναι ένας καλός γαμπρός για την κουκλίτσα. Που σημαίνει πλούσιος και μαγκιόρος. Που θα ενισχύσει οικονομικά και την υπόλοιπη οικογένεια. Και ο γαμπρός έρχεται. Και ερωτεύεται την ομορφονιά. Και την έχει στα όπα όπα. Και της αγοράζει ένα όμορφο σπίτι και την ντύνει στα μετάξια και της φέρνει όλα τα καλά στα πόδια της. Και βοηθάει και την οικογένεια. Και κάπως έτσι το χωριό γίνεται γνωστό σε όλο τον νομό και περηφανεύονται γι’ αυτό οι κάτοικοί του. Και να οι βεγγέρες, να οι δεξιώσεις στο σπίτι της όμορφης με πλούσιους καλεσμένους από την πρωτεύουσα. Τότε όμως είναι που οι χωριανοί αρχίζουν να μουτρώνουν. Είπαμε, να την καμαρώνουμε, να την κανακεύουμε, να μιλάμε για τα κάλλη της αλλά όχι και να γίνει πριγκίπισσα (εξάλλου στο χωριό, ανταρτοκρατούμενο από τα χρόνια του Εμφύλιου, ήταν αντιβασιλικοί). Και γιατί να είναι αυτή καλύτερη από εμάς; Και γιατί να μαζεύονται αυτοί οι ψευτοαριστοκράτες στο όμορφο σπίτι της; Οι γείτονες πρέπει να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα. Και στο κάτω κάτω, σιγά την όμορφη.
Κάπως έτσι συμβαίνει σήμερα με τις Κυκλάδες. Που, όχι επειδή είναι ο τόπος καταγωγής μου, πρόκειται για ένα μοναδικό τοπίο. Δεν λέω ότι είναι το ομορφότερο μέρος της Ελλάδας αλλά ξεχωρίζει για τη μοναδικότητά του. Απόλυτα αναγνωρίσιμο με ιδιαίτερα στοιχεία που δεν νομίζω ότι συνυπάρχουν σε πολλούς τόπους στον κόσμο. Θάλασσα στη σωστή θερμοκρασία, χωρίς επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα, χωρίς επικίνδυνα ψάρια, με χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό μινιμαλισμό πολύ πριν τον «ανακαλύψουν» οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες, με εξαιρετικό κλίμα, ανοιχτούς ορίζοντες και παραλίες σαν αγκαλιές. Και με έναν πανάρχαιο πολιτισμό που νομίζεις ότι ακόμη «ρέει» δίπλα σου.
Οι Κυκλάδες όρισαν την τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας πριν από πάρα πολλές δεκαετίες. Παρότι μιλάμε για απομονωμένα νησιά που δεν ήταν εύκολο να τα ανακαλύψουν ακόμη και οι περιηγητές. Γι’ αυτό και οι πρώτοι «τουρίστες» ήταν, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Γάλλοι, κυρίως, αρχαιολόγοι που έκαναν ανασκαφές στη Δήλο και γνώρισαν τις ομορφιές της Μυκόνου. Μεταπολεμικά, λίγο οι φωτογραφίες του Robert McCabe, λίγο ο ελληνικός μύθος, λίγο ο ΕΟΤ που επανιδρύθηκε το 1951 και ανέδειξε με τις αφίσες του «του γλαυκού το γειτόνεμα», υπήρξαν το εφαλτήριο για την ανάπτυξη των Κυκλάδων. Σιγά σιγά, ένα ένα, έμπαιναν στον τουριστικό χάρτη. Και τα νησάκια μας αναπτύχθηκαν, έγιναν έργα εκεί (η Πάρος, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 δεν είχε λιμάνι, αρόδου άραζε το πλοίο και βγαίναμε με βάρκες), άλλαξε η ζωή των φτωχών κατοίκων τους.
Δεν πηγαίνω,
δεν πηγαίνω
Και ερχόμαστε στο τώρα. Ναι, οι Κυκλάδες έχουν υπερτουριστικοποιηθεί. Και ναι, αυτό αυξάνει το κόστος των διακοπών. Και ναι, ίσως ένα μέσο βαλάντιο δεν αντέχει πολυήμερες διακοπές εκεί. Μια οικονομική συνθήκη που διαμορφώνεται από τη ζήτηση και την προσφορά. Αλλά γιατί αυτό το μίσος με τις Κυκλάδες;
Το βλέπω σε κείμενα τόσο επαγγελματιών δημοσιογράφων όσο και ερασιτεχνών γραφιάδων στα σόσιαλ μίντια. Ξαφνικά τα κυκλαδονήσια έγιναν «Και σιγά την ομορφιά τους». Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν ήταν μεμονωμένες αναφορές. Αλλά εδώ μυρίζομαι μια «ενορχήστρωση» απαξίωσης. Μια ξαφνική απέχθεια που καλλιεργείται δήθεν από «φωνές» απλών πολιτών και διατρανώνεται από επίσημα μέσα. Που προτρέπουν σε μποϊκοτάζ των Κυκλάδων επειδή οι εκεί επαγγελματίες του τουρισμού αύξησαν τις τιμές τους – λες και ο ψιλικατζής στη γωνία δεν τις αύξησε. Είναι και αυτό το λαϊκίστικο σύνδρομο που θέλει οι τόποι των διακοπών μας να μένουν αναλλοίωτοι χάρη των αναμνήσεών μας. Και ξεχνά ότι εκεί υπάρχουν άνθρωποι που από μια πετσοκομμένη σεζόν πρέπει να ζήσουν έναν χρόνο.







