1977, 6 χρονών. Τότε κυκλοφορούσα με τους γονιούς, μία φορά τον χρόνο, καλοκαίρια μόνο. Ανάμεσα στην πυκνή Κυψέλη της ηρεμίας, τη Σταμάτα Αττικής σαν προσιτή επαρχία, σαν μακρινός τόπος που έχει το προνόμιο να εξυπηρετείται από μπλε λεωφορείο, τη Νεάπολη και τα χαμηλά του Λυκαβηττού ένιωθα την εργασιακή ένταση των μεγάλων. Οι εισπράκτορες λεωφορείων είναι η μοναδική μου ανάμνηση παλιού αυταρχισμού και πατερναλιστικής αυθαιρεσίας. Εξαιρούνται εκείνοι των τρόλεϊ που είχαν μια δημοσιοϋπαλληλική μικροαστικότητα και πιο ευγενικούς τρόπους. Η μετάβαση στη Βουλιαγμένη για μπάνιο είχε το μεγάλο δέλεαρ του θαλασσινού παιχνιδιού και της θέασης εκ του σύνεγγυς της τελικής προσέγγισης των αεροπλάνων πάνω από το κεφάλι μας. Σκέφτομαι ότι ήταν μια υπερβολικά έντονη και σπουδαία ενσώματη εμπειρία αυτή. Πλατσούριζες στο χλιαρό νερό και από πάνω σου περνούσαν αεροπλάνα. Αφενός στο ίδιο αεροπλάνο και στην ίδια αέρινη διαδρομή ήσουν εσύ λίγες μέρες πριν, μισό inception δηλαδή, αφετέρου επέστρεφες, με αποθεωτικό τρόπο, στην μπανιέρα σου, εκεί που έπαιζες σε μικρογραφικές συνθήκες και αναπαριστούσες κόσμους μεγάλους μέσα στη στενότητα του οικογενειακού λουτρού. Στην μπανιέρα ήσουν το μεγάλο ον, στη Βουλιαγμένη ήσουν μια ευτυχισμένη μικρογραφία. Και όχι cargo cult, ήσουν και ιθαγενής και αποικιοκράτης, ταπεινός λουόμενος και βασιλιάς, όλα μαζί. Η ελληνική σου «προσγείωση» όμως σε περίμενε στην επιστροφή με το μπλε λεωφορείο και την τραχύτητα των εισπρακτόρων. Χωρίς αυτούς θα είχα νιώσει ότι είμαι στη Χώρα των Θαυμάτων.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ