«Ο Σημίτης ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια των Ελλήνων, ούτε καν των ψηφοφόρων του κόμματός του, ωστόσο αποδείχθηκε από τους πιο επιτυχημένους πρωθυπουργούς σε ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας» έχει γράψει ο ιστορικός Κώστας Κωστής. Και είναι αλήθεια. Δεν ενέδωσε ποτέ στο δέλεαρ του λαϊκισμού και της δημαγωγίας, «ο μελοδραματισμός που δίνει χρώμα και η φλυαρία με ενοχλούν» είχε πει σε συνέντευξή του. Εθεσε τη χώρα πάνω από την προσωπική του δημοφιλία, έχοντας έμφυτο το μεγαλύτερο προτέρημα ενός πολιτικού: Δεν είχε ως στόχο να είναι συμπαθής. Αλλά χρήσιμος. Ταυτόχρονα, όμως, πέτυχε κάτι πολύ πιο σημαντικό. Κέρδισε τον καθολικό σεβασμό του δημοκρατικού κόσμου, που του αναγνωρίζει πως εκπλήρωσε εμβληματικούς εθνικούς στόχους, εκτόξευσε την Ελλάδα στο απόγειο της διπλωματικής της ισχύος, σφράγισε την ευρωπαϊκή της πορεία, υλοποίησε τιτάνια έργα που άλλαξαν τη ζωή των πολιτών. Ο θάνατός του άνοιξε τη συζήτηση για την ιστορική αποτίμηση του έργου ενός πρώην πρωθυπουργού, που υπονομεύτηκε ακόμα και από το ίδιο του το κόμμα, που κάποτε τον διέγραψε. Ο Κώστας Σημίτης όμως υπερέβη τις παθογένειες του πολιτικού του χώρου και παρά το ότι μάλλον δεν έγινε ποτέ πραγματικός ηγέτης του ΠΑΣΟΚ, κατάφερε ως αρχιτέκτονας του εκσυγχρονισμού να εισαγάγει στην πολιτική μας κουλτούρα μία νέα αντίληψη και να ηγεμονεύσει σε ένα ευρύτερο ρεύμα, που υπό την άτυπη ηγεσία του έγινε πλειοψηφικό.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ