Χρειάζεται πάντα να μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα προκειμένου ένα «θέμα» που έχει προκαλέσει διαφωνίες, αντεγκλήσεις ή και συγκρούσεις ενδεχομένως, να μπορεί να αντιμετωπισθεί ψύχραιμα και να τοποθετηθεί, στη συνέχεια, στις σωστές του διαστάσεις. Μιλάμε για τον θάνατο του τραγουδιστή Βασίλη Καρρά και σε ποιο βαθμό ένας θρήνος που πήρε σχεδόν πανελλήνιες διαστάσεις ήταν ή δεν ήταν δικαιολογημένος. Χωρίς ίχνος ασέβειας, όταν ο θάνατος του κάθε ανθρώπου μας υποβάλλει, ή θα έπρεπε να μας υποβάλλει κυρίως και αποκλειστικά μια διάθεση για περίσκεψη, ο θρήνος, όσο αγαπητός και αν μας ήταν ένας άνθρωπος, που δεν έπαυε να παραμένει ένας άγνωστός μας, μοιάζει να μας καταγγέλλει ως υποκριτές. Φαντάζεται κανείς όλους αυτούς που τους είδαμε να θρηνούν για τον θάνατο του Βασίλη Καρρά, να αισθάνθηκαν το πένθος ως ανασταλτικό για όσα είχαν υπολογίσει να επιχειρήσουν το βράδυ της ίδιας μέρας της αποδημίας του ή της ταφής του; Οταν πραγματικά θρηνούμε την απώλεια ενός ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν υπήρξε αυτός, δεν θρηνούμε για όσα εμείς αισθανόμαστε να στερούμαστε με την απουσία του, ακόμα κι αν πρόκειται για τον Αϊνστάιν, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ή τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ως είδος εμείς οι άνθρωποι έχουμε φροντίσει πολύ πριν απ’ την αναχώρηση του ανθρώπου που θρηνούμε, για την κάλυψή μας σε σχέση με όσα μας προσέφερε. Θρηνούμε – θα έπρεπε – κυρίως την απώλεια της προοπτικής – κάτι που μας αφορά όλους άμεσα – να γνωρίσει ο ίδιος τον εαυτό του με έναν τρόπο που δεν είχε συμβεί ως σήμερα για μια αποκάλυψη που θα τον συμφιλίωνε ενδεχομένως ή θα τον παρηγορούσε για το αναπότρεπτο τέλος του.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ