Η ανθρωπότητα δεν αντέχει άλλον πόλεμο, κι όμως τον έχει. Η τρομοκρατική επίθεση εναντίον του Ισραήλ και η εξολοθρευτική απάντηση κατά της Γάζας ενισχύουν μόνο τους τρομοκράτες, τη Χαμάς, και τους σκληρούς της άλλης πλευράς: ίσως όχι τον ίδιο τον Νετανιάχου, που δέχτηκε μοιραίο πλήγμα στον στρατοκρατικό «ανδρισμό» του, αλλά σίγουρα τους εθνικιστές ακροδεξιούς συμμάχους του. Μεγάλοι χαμένοι οι δυο λαοί – ο ισραηλινός και ο παλαιστινιακός –, καθώς και η ειρήνη στον κόσμο, που πήρε ένα ακόμα θανάσιμο «μάθημα»: οι διαφορές λύνονται με τα όπλα, με τον «νόμο» του πιο αδίστακτου, σε ματωμένες σκακιέρες στις οποίες δεν υπάρχει θέση για τον άνθρωπο και τον ανθρωπισμό.

Σε ένα τέτοιο διεθνές πλαίσιο, που κάνει προς στιγμήν να περνά σε δεύτερη μοίρα ο για 18ο μήνα συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, το να μιλά κανείς για κράτος δικαίου, για δημοκρατία, πόσω μάλλον για εκλογές, μοιάζει ανίερο. Κι όμως, μέσα στο έρεβος, η ζωή συνεχίζεται και η δημοκρατία παλεύει, σχεδόν στα τυφλά, να επιβιώσει. Γι’ αυτό έχει σημασία να κοιτάμε τι γίνεται δίπλα μας και γύρω μας και να ενισχύουμε, με τη φωνή και, όπου είναι δυνατό, με πράξεις, τον αγώνα υπέρ της δημοκρατίας, του ορθολογισμού και του ανθρωπισμού. Γι’ αυτό εκλογές σαν κι αυτές που γίνονται στην Πολωνία, αυτή την Κυριακή, μας αφορούν κι αντανακλούν και στη δική μας, προσωπική και εθνική, κατάσταση. Γι’ αυτό η επικράτηση του αυταρχισμού, σε όποιο μέρος της γης και να λαμβάνει χώρα – από τη Σλοβακία ως τις Ηνωμένες Πολιτείες κι από την Αργεντινή ως την Ταϊλάνδη – είναι ήττα όλων.

Στην Πολωνία, τα πράγματα είναι καθαρά: η απερχόμενη κυβέρνηση του κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη» καταπατά – αδιαλείπτως από το 2015, κατά διαστήματα και παλαιότερα – αμφότερες τις λέξεις, και τις αντίστοιχες αξίες, του ονόματός της, μαζί με μπόλικες άλλες. Είναι μια κυβέρνηση που υποδαύλισε το μίσος για τη διαφορετικότητα και τους ανοιχτούς ορίζοντες, που υπονόμευσε έμπρακτα την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την ελευθερία του Τύπου, που καταπίεσε τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων, που πάλεψε, και παλεύει, να διαλύσει εκ των έσω την Ευρωπαϊκή Ενωση, στην οποία ανήκει και η οποία τη χρηματοδοτεί πλουσιοπάροχα. Και το κρισιμότερο: είναι μια κυβέρνηση που επαίρεται γι’ αυτά της τα κατορθώματα – «δεν υπάρχει δημοκρατία στην Πολωνία κι αυτή τη φορά κανείς δεν θα μας σταματήσει», είπε κατά τον προεκλογικό αγώνα ο ηγέτης της κυβερνητικής παράταξης Κατσίνσκι –, που τα καθιστά επίκεντρο του προγράμματός της και που είναι έτοιμη να τα υλοποιήσει σε ακόμη πιο σκληρή μορφή. Αν μια τέτοια Δεξιά αναβαπτιστεί στην εξουσία στην Πολωνία – όπως είναι το πιθανότερο, ακριβώς επειδή ο κόσμος είναι όπως είναι –, τότε ο «άξονας του αυταρχισμού» – μαζί με τον αμετακίνητο Ορμπαν στην Ουγγαρία και το πουλέν του, τον Φίτσο, που μόλις κέρδισε τις εκλογές στη Σλοβακία – όχι απλώς θα ενισχυθεί, αλλά θα θεωρήσει ότι πήρε «εντολή» για ρεσάλτο. Περίπου όπως θα το θεωρήσει το ακροδεξιό φαβορί στις προεδρικές εκλογές της Αργεντινής, έτοιμο να «δολαριοποιήσει», να «αμερικανοποιήσει» και να «συγυρίσει» πλήρως τη χώρα του. Και σίγουρα όπως το θεωρούν, τρίβοντας τα χέρια τους, οι βασικότεροι διεθνείς παράγοντες αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας: ο Σι, ο Πούτιν, ο Τραμπ. Θα τους επιτραπεί να θριαμβεύσουν τελειωτικά;