Λίγοι άνθρωποι προσπάθησαν να φέρουν τόσο κοντά τις θεωρητικές ή ιδεολογικές αναφορές και την πολιτική και κοινωνική τους πράξη, όσο ο Αντόνιο Γκράμσι. Ακόμη και όταν η ικανότητά του να έχει μαζική πολιτική πρακτική, δημόσια παρουσία και ηγετικό ρόλο στο ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα, ακυρώθηκε από την καταδίκη από το φασιστικό δικαστήριο, θα αφιερώσει τις διανοητικές δυνάμεις που διέθετε, σε διαρκή σύγκρουση με τις σωματικές που σταδιακά τον εγκατέλειπαν, σε μια θεωρητική έρευνα που δεν σταμάτησε να αναμετριέται με κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα.

Αυτό καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό το βιβλίο των Ρομέν Ντεσάντρ και Ζαν-Κλοντ Ζανκαρινί, «L’oeuvre-vie d’Antonio Gramsci» (Η ζωή-έργο του Αντόνιο Γκράμσι) που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις La Découverte. Οι δύο συγγραφείς εδώ και μια δεκαετία οργανώνουν ένα σεμινάριο πάνω στα Τετράδια της Φυλακής στην École Normale Superieure της Λυών. Ανήκουν σε μια γενιά ερευνητών πάνω στον Γκράμσι που στηρίζονται όχι μόνο στην πλήρη κριτική έκδοση των Τετραδίων που επιμελήθηκε στη δεκαετία του 1970 ο Βαλεντίνο Τζερατάνα, αλλά και στην πρόσφατη φιλολογική και ερευνητική εργασία που είναι σε εξέλιξη στο πλαίσιο της λεγόμενης Εθνικής Εκδοσης του έργου του Γκράμσι που φιλοδοξεί να είναι η πιο πλήρης και ως προς τα κείμενα του Γκράμσι πριν απ’ τη φυλάκισή του και σε σχέση με τα ίδια τα Τετράδια και την αλληλογραφία.

Το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου βιβλίου είναι ότι χωρίς να είναι μια τυπική βιογραφία, προσπαθεί να παρακολουθήσει τη ζωή του Γκράμσι παράλληλα με τα πολιτικά ερωτήματα με τα οποία αναμετρήθηκε και τη συγγραφική του παραγωγή, εντάσσοντάς τα στο πλαίσιο των διανοητικών τάσεων της εποχής και των μεγάλων αντιπαραθέσεων στο ιταλικό και παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

Τα πολλά πρόσωπα

Το βιβλίο ξεκινά με τον νεαρό Γκράμσι, ταυτόχρονα σοσιαλιστή αλλά και ιδεαλιστή φιλοσοφικά, πριν περάσει στον Γκράμσι των εργατικών συμβουλίων και των καταλήψεων εργοστασίων που βλέπει στη δράση των εργατών στα μεγάλα εργοστάσια στο Τορίνο ένα κρίσιμο παράδειγμα εργατικής «αυτοκυβέρνησης», για να πάει στον Γκράμσι που είναι μάρτυρας στη Μόσχα των συζητήσεων για το Ενιαίο Μέτωπο και την ηγεμονία του προλεταριάτου στην εργατοαγροτική συμμαχία, πριν επιστρέψει στην Ιταλία για να αναλάβει την ηγεσία του ΚΚΙ και να ξεκινήσει ήδη από τα «Ζητήματα του Νότου» μια προσπάθεια να δει πώς μπορεί να διαμορφωθεί ένα μπλοκ των υποτελών τάξεων σε μια Ιταλία που διαπερνάται από μεγάλες εσωτερικές ανισότητες και αντιθέσεις, προσπάθεια που θα διακοπεί πρόωρα από τη σύλληψη, καταδίκη και φυλάκισή του.

Οι Ντεσάντρ και Ζανκαρινί στέκονται στον τρόπο που o Γκράμσι σταδιακά οικοδομεί τη θεωρητική έρευνα που θέλει να κάνει στη φυλακή. Στηριζόμενοι σε μια προσεκτική χρονολόγηση των σημειώσεων στα Τετράδια επισημαίνουν πώς αρχίζει να απομακρύνεται από τη γραμμή της Τρίτης Διεθνούς, καθώς αυτή μετατοπίζεται προς την εγκατάλειψη της γραμμής του Ενιαίου Μετώπου, αρθρώνει τη ρητορική του «σοσιαλφασισμού» και εγκαταλείπει τον στόχο της ηγεμονίας, γραμμή που υιοθετεί και το ιταλικό κόμμα, με τον Γκράμσι να διαφωνεί. Μάλιστα, επισημαίνουν τον τρόπο που η τοποθέτηση του Γκράμσι στη φυλακή υπέρ μιας «Συντακτικής Συνέλευσης» των αντιφασιστικών δυνάμεων, όχι μόνο αποτύπωνε μια διαφορετική γραμμή, αλλά και την αφετηρία για τον στοχασμό ενός «πολέμου θέσεων», δηλαδή μιας πιο σύνθετης και μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τη διαμόρφωση ενός συσχετισμού δύναμης υπέρ των υποτελών τάξεων. Ετσι αναδεικνύουν και την πρωτοτυπία που έχουν οι έρευνες του Γκράμσι για την ηγεμονία, τους διανοουμένους και τον «σύγχρονο Ηγεμόνα», ως μια προσπάθεια για μια πρωτότυπη επαναστατική στρατηγική προσαρμοσμένη στις νέες πραγματικότητες της ανόδου του φασισμού.

«Φιλοσοφία της πράξης»

Στέκονται ακόμη στον πρωτότυπο τρόπο που ο Γκράμσι στοχάστηκε τη φιλοσοφία στη στενή της σύνδεση με την πολιτική πρακτική, με τη «φιλοσοφία της πράξης» να μην είναι απλώς μια μετωνυμία για τον μαρξισμό, αλλά μια διαφορετική αντίληψη για την πρακτική της φιλοσοφίας, στοιχείο που επιτείνεται από έννοιες του Γκράμσι όπως αυτή του «δημοκρατικού φιλοσόφου», που παραπέμπουν σε μια διαφορετική αντίληψη για τη διανοητικότητα στην πολιτική, την ώρα που υπογραμμίζουν τον διαρκή διάλογο του Γκράμσι με «ιδεαλιστές» φιλοσόφους όπως ο Κρότσε.

Αυτό που κατορθώνουν δεν είναι μόνο να προσφέρουν μια συνεκτική πολιτική και διανοητική βιογραφία του Γκράμσι, που υπογραμμίζει το στοιχείο της «ζωής-έργου» του Γκράμσι αλλά και να αναδείξουν τον πλούτο, τη διαλογική συνθετότητα και την πρωτοτυπία της σκέψης του, που συχνά χάνεται στην εύκολη χρήση εννοιών του, όπως η ηγεμονία στο τρέχον πολιτικό λεξιλόγιο, που παραβλέπει το βάθος των αναλύσεών του και κυρίως τον τρόπο που αυτές στηρίζονταν σε μια αντίληψη πολύ συγκεκριμένης έρευνας για την ιστορικότητα κάθε κοινωνικού σχηματισμού και όπου η εμπιστοσύνη στη δυνατότητα των υποτελών τάξεων να χειραφετηθούν συνδυάζεται με την επίγνωση ότι  απαιτεί την απόκτηση οργανικών δεσμών με αυτές μέσω ενός αναγκαίου παιδαγωγικού ρόλου. Στοιχεία μάλλον απόντα στην πρακτική όσων εύκολα τoν επικαλούνται σήμερα.

Η πρόκληση της ηγεμονίας

Η αμηχανία που διακατέχει πολιτικούς σχηματισμούς που διαπιστώνουν την αδυναμία τους να εκπροσωπήσουν όντως τις κοινωνικές τάξεις στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι έκαναν πολιτική, ίσως να αποτελεί και ένα επιχείρημα για μια εκ νέου μελέτη του Γκράμσι. Αν μη τι άλλο, γιατί καταδεικνύει ότι η οικοδόμηση μιας ηγεμονικής πρακτικής δεν μπορεί να είναι υπόθεση «επικοινωνίας», αλλά πολύ περισσότερο κοινωνικής γείωσης, προγραμματικής επεξεργασίας και κυρίως βαθιάς γνώσης του πραγματικού συσχετισμού δύναμης.