Εμφανίζεστε με τον Χρήστο Θηβαίο με τον οποίο γνωρίζεστε πάρα πολλά χρόνια.

Με είχε καλέσει ο Βασίλης Δημητρίου που ηχογραφούσαν με τον Χρήστο την «Αγάπη» (πόσο πολύ σ’ αγάπησα) για να παίξω. Αναπτύχθηκε συμπάθεια μεταξύ μας. Είχαμε επαφή όλα αυτά τα χρόνια, αλλά αποφασίσαμε φέτος – τελείως ξαφνικά όπως μιλούσαμε στο τηλέφωνο – να κάνουμε κάτι μαζί. Πήγαμε για μια συναυλία στη Σύρο, για την οποία κάναμε δυο πρόβες μόνο. Ετσι φτάσαμε στη Σφίγγα όπου είμαστε τώρα. Εχουμε πια φτιάξει συγκρότημα που θα υπάρχει ανεξάρτητα με τις άλλες μας συνεργασίες. Ο Χρήστος μάλιστα του έδωσε και όνομα: Δυο.

Υπέροχα. Θα ήθελα να σας ρωτήσω για την περιπέτεια υγείας που είχατε. Νοσήσατε από κορωνοϊό.

Τον Δεκέμβριο του 2021. Στην αρχή δεν ανησύχησα διότι είχα ήπια συμπτώματα. Πήρα έναν μετρητή οξυγόνου, έμεινα σπίτι και περίμενα να περάσει. Μέσα σε μια νύχτα όμως μου έπεσε το οξυγόνο κατακόρυφα. Από το 94 έπεσε στο 88 και ανέβηκε ο πυρετός. Την άλλη μέρα κάλεσα τη συνεργάτιδά μου, της εξήγησα ότι δεν νιώθω καλά. Ευτυχώς που κατάφερα να κάνω και αυτή την κλήση αφού η κατάστασή μου επιδεινωνόταν γιατί είχα αρχίσει, λόγω έλλειψης οξυγόνου, να υπολειτουργώ. Ερχεται ο γιατρός στο σπίτι, ο οποίος διαπίστωσε ότι έπρεπε να νοσηλευτώ άμεσα. Κάλεσαν ασθενοφόρο, με πήγαν στον Ευαγγελισμό και από εκείνη τη στιγμή άρχισε ο εφιάλτης μου.

Δεν σας καθησύχασε το γεγονός ότι βρισκόσασταν στα χέρια των γιατρών;

Αυτή η εμπειρία με έχει τραυματίσει. Βρίσκομαι ακόμη στη φάση της ψυχολογικής αποθεραπείας. Από τη στιγμή που μπήκα στο ασθενοφόρο και έπειτα δεν θυμάμαι τίποτα. Με συνόδευσε η συνεργάτις μου στο νοσοκομείο και οι γιατροί τής είπαν «λογικά θα καταλήξει σήμερα, αν θέλετε αποχαιρετήστε τον». Μου έκαναν ακτινογραφία και είδαν ότι οι πνεύμονές μου δεν φαινόντουσαν από τις φλεγμονές. Με διασωλήνωσαν αμέσως και για καλή μου τύχη βρέθηκε ένα κρεβάτι στην Εντατική. Τα πρώτα εικοσιτετράωρα είχαν 5% πιθανότητες να ζήσω. Τις επόμενες ημέρες έλεγαν απλώς ότι «δεν θα καταλήξει σήμερα». Ενημέρωναν τηλεφωνικά τον πατέρα μου κάθε μέρα. Χτυπούσε το τηλέφωνο και δεν ήξερε τι θα του πουν.

Σας εξήγησαν γιατί επιδεινώθηκε τόσο πολύ η κατάστασή σας;

Ισως επειδή είχα πάθει υπερκόπωση. Εκείνη την περίοδο είχα 45 μαθητές – υπερβολικό νούμερο. Παράλληλα είχα στούντιο, συναυλίες. Ζούσα για να δουλεύω. Προφανώς αυτό εξάντλησε τον οργανισμό μου.

Ησασταν εμβολιασμένος;

Ημουν, αλλά δεν είχα προλάβει να κάνω τη δεύτερη δόση.

Και για περισσότερο από έναν μήνα μείνατε στην Εντατική σε τεχνητό κώμα.

Ακριβώς. Αν υπάρχει κόλαση, νομίζω ότι θα είναι κάπως έτσι. Μια αίσθηση πνιγηρή.

Είχατε δηλαδή επαφή με το περιβάλλον;

Οχι, είχα μόνο την αίσθηση της απόγνωσης. Εβλεπα όνειρα συνεχώς, πολύ ζωντανά. Εφιάλτες στην πραγματικότητα. Μια φρικτή ατμόσφαιρα.

Οταν βγήκατε από την Εντατική, ποια ήταν η πρώτη εικόνα, η πρώτη σκέψη που κάνατε;

Δεν θυμόμουν ποιος είμαι, πού βρίσκομαι. Κατάλαβα ότι απλώς υπάρχω. Ερχονταν οι γιατροί και οι νοσοκόμες και μου έλεγαν να επαναλαμβάνω σαν ποίημα «είμαι στη ΜΕΘ γιατί νόσησα από κορωνοϊό». Βγήκα από την Εντατική, δεν μπορούσα να κάνω μια πρόσθεση με το μυαλό. Υπολειτουργούσα. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου ένα δευτερόλεπτο. Προσπαθούσα να γυμνάσω το μυαλό μου σκεφτόμενος δακτυλοθεσίες στην κιθάρα.

Φαντάζομαι ότι ήταν το πρώτο πράγμα που κάνατε όταν επιστρέψατε σπίτι.

Ναι, και ήταν το πρώτο σοκ. Φανταζόμουν ότι θα είχε πέσει η απόδοσή μου, αλλά δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι δεν θα μπορούσα να παίξω! Ηταν πολύ τραυματικό. Δεν μπορούσα να παίξω δύο νότες. Ενιωσα ότι έχασα ό,τι είχα κάνει μια ζωή.

Πώς το αντιμετωπίσατε;

Ηταν ένας αγώνας δρόμου. Αρχισα να κάνω, σαν αρχάριος, ασκησούλες. Δεν έχω ανακτήσει σήμερα το επίπεδο που βρισκόμουν. Αν πρέπει να το αξιολογήσουμε με αριθμούς, ας πούμε είμαι στο 80%. Ενα ικανοποιητικό ποσοστό για να δουλεύω, να κάνω μαθήματα και να παίζω σε συναυλίες. Κάποιο άρπισμα για παράδειγμα που έκανα παλιά σε ταχύτητα φωτός, ίσως τώρα να μην το εκτελώ έτσι, γιατί οι μύες μου δεν έχουν επανέλθει. Αλλωστε στις συναυλίες έχει σημασία η ψυχή που βγάζεις, όχι η τεχνική.

Το πιστεύατε πάντα αυτό;

Οχι. Ηταν ένα «δώρο» της περιπέτειας που είχα με τον Covid-19, και όχι το μοναδικό. Συνειδητοποίησα επίσης τη δύναμη που έχω ως άνθρωπος. Δυστυχώς όμως δεν άλλαξε ο χαρακτήρας μου.

Το λέτε με παράπονο.

Ναι, γιατί παρόλο που πέρασα από την κόλαση παραμένω ακόμη ανταγωνιστικός καριερίστας. Δεν το θεωρώ φυσιολογικό. Κάποιος άλλος θα έλεγε «έζησα και ευχαριστώ τον Θεό, θα πρέπει ν’ αλλάξω τώρα ως άνθρωπος». Τα άσχημα στοιχεία του χαρακτήρα μου δεν άλλαξαν πολύ. Το μόνο θετικό που αναδύθηκε από την περιπέτεια της υγείας μου είναι πως δεν στενοχωριέμαι – όπως παλαιότερα – αν κάτι ναυαγήσει, ας πούμε, στο θέμα της δουλειάς.

Σημαντικό. Πώς αγαπήσατε την κιθάρα;

Σε ένα επαγγελματικό ταξίδι που είχε ο πατέρας μου το 1981 στη Μόσχα με είχε πάρει μαζί του κι εκεί γνώρισα τυχαία τον τρομπετίστα Νίκο Ξανθούλη. Ο ήχος της τρομπέτας κάτι πυροδότησε μέσα μου. Οταν επιστρέψαμε στην Αθήνα, ζήτησα από τους γονείς μου να κάνω μαθήματα. Στο παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου στη Νέα Σμύρνη όπου ζούσαμε δεν υπήρχε όμως, οπότε άρχισα μαθήματα κλασικής κιθάρας. Ετσι άρχισα χωρίς ενθουσιασμό. Τα πρώτα χρόνια ήμουν ανεπίδεκτος μαθήσεως. Δεν μελετούσα καθόλου. Πέρασαν έξι χρόνια κάνοντας μαθήματα κιθάρας, αλλά ήμουν στο πουθενά.

Οποιος σας γνωρίζει σίγουρα αυτό θα δυσκολευτεί να το πιστέψει.

Κι όμως, μέχρι το Λύκειο έτσι πέρασε ο καιρός.

Τι σας έκανε να συνεχίσετε τα μαθήματα παρόλο που δεν δείχνατε αφοσίωση;

Επέμεινα γιατί είχα κατασταλάξει μέσα μου ότι θέλω να γίνω μουσικός. Θυμάμαι ένα οκτάωρο μίτινγκ με τους γονείς μου στο σαλόνι, όταν πήγαινα Γ’ Λυκείου, όπου τους ανακοίνωσα ότι δεν θέλω να δώσω Πανελλαδικές, να σπουδάσω Οικονομικά που μου πρότειναν εκείνοι.

Ακολουθήσατε το όνειρό σας. Πότε έγινε η αλλαγή;

Το 1988 η μητέρα μου μού είπε ότι διδάσκει στο Αττικό Ωδείο κιθάρα ο Νότης Μαυρουδής. Τον συνάντησα και έκλεισα ραντεβού μαζί του. Την πρώτη φορά που του έπαιξα κιθάρα, εντόπισε τα τεχνικά θέματά μου, αλλά παράλληλα είδε και τις δυνατότητές μου. Κι έτσι με ανέλαβε. Μου διόρθωσε αμέσως μια κομβική τεχνική στην κιθάρα – τα legata – που αν την κάνεις λάθος δεν μπορείς να προχωρήσεις. Του χρωστάω πολλά γιατί μετά από αυτό άρχισα να κάνω άλματα. Αισθανόμουν τυχερός που ήμουν μαθητής του και μελετούσα. Ντρεπόμουν να πηγαίνω αδιάβαστος. Εκανα τα πάντα για να τον ικανοποιήσω. Είχε κυκλοφορήσει τότε και το «Πρωινό τσιγάρο», το οποίο με είχε μαγέψει.

Η σχέση σας με τον Νότη Μαυρουδή συνεχίστηκε και επαγγελματικά.

Το 1995, αφού είχα εξελιχθεί και διαπίστωσε ότι άρχισα να ψάχνω πέρα από την παρτιτούρα, μου πρότεινε να παίξω στις συναυλίες του. Ετσι φτάσαμε να ηχογραφήσουμε το πρώτο «Cafe del Arte», το οποίο είχε επιτυχία. Ηταν μια τομή για τον χώρο της κιθάρας. Κυκλοφορήσαμε συνολικά έξι «Cafe del Arte» μέσα σε 10 χρόνια. Στο τρίτο, μάλιστα, τραγουδούσαν η Ηρώ – «Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα» – και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας – «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» -, με τον οποίο γίναμε πολύ φίλοι. Τον θαύμαζα από παιδί και δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα παίζαμε μαζί. Ο θάνατός του είναι η μεγαλύτερη απώλεια που βίωσα στη ζωή μου. Μιλήσαμε στη μία τη νύχτα στο τηλέφωνο γιατί την επόμενη ημέρα είχε συναυλία στο Ηρώδειο και θα έπαιζα κι εγώ δυο κομμάτια – ως έκπληξη. Το πρωί ξυπνάω και βλέπω στο κινητό μου 40 κλήσεις από διάφορους. Ημασταν αδελφικοί φίλοι. Παίζαμε μουσική, τένις, κάναμε διακοπές μαζί. Είχαμε μοιραστεί πολλές στιγμές.

Τι σας έκανε ν’ αναζητήσατε τον δικό σας δρόμο;

Ηθελα να ενώσω την κλασική κιθάρα με το ροκ. Είχα γαλουχηθεί με αυτή τη μουσική. Ονειρευόμουν να κάνω έναν τέτοιο δίσκο. Ο Νότης δεν μπορούσε να μπει σε αυτό το μουσικό κλίμα. Ετσι άρχισα ν’ ανοίγω τα φτερά μου. Είναι φυσιολογικό για όλους τους καλλιτέχνες – να είναι δημιουργικοί.

Σπάνια οι μουσικοί βγαίνουν μπροστά. Συνήθως υπηρετούν σχήματα ή τραγουδιστές.

Εχεις απόλυτο δίκιο. Ημουν από μικρός λίγο «ψωνάρα», με την καλή έννοια. Δεν έπαιξα ποτέ σε ορχήστρες, για παράδειγμα. Μία φορά το έκανα και επέστρεψα σπίτι με βαριά κατάθλιψη. Είχα νιώσει απαίσια, σκουπίδι.

Είχατε την οικονομική δυνατότητα να αρνείστε δουλειές;

Οχι, δεν ήμουν γόνος πλούσιας οικογένειας. Οταν οι άλλοι διασκέδαζαν τα βράδια, εγώ έμενα μέσα και μελετούσα. Διεκδικούσα τον χώρο μου. Πάλεψα πολύ, είμαι τελείως αυτοδημιούργητος. Ημουν φιλόδοξος και ακόμη παραμένω. Οταν βάζεις νέους στόχους, αποκτά η ζωή ενδιαφέρον. Εκπλήρωσα τα όνειρά μου σε μεγάλο βαθμό. Απέκτησα κοινό, ως κιθαρίστας, και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα.

Ας κλείσουμε μουσικά: ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι που έχετε παίξει;

«Rondo alla Turca» του Μότσαρτ.