Λίγες φράσεις έχουν συζητηθεί τόσο όσο το περιβόητο «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό» που μας είχε προσφέρει πριν από αρκετά χρόνια ο Γιώργος Βουλγαράκης. Και δίχως ίχνος υπερβολής θα μπορούσαμε να πούμε πως με εκείνη την αποστροφή του πρόσφερε, έστω και άθελά του, στον δημόσιο βίο μια παραδοχή που έπρεπε να γίνει. Την παραδοχή πως δεν είναι καθόλου αυτονόητο πως το νόμιμο ή το νομότυπο (ας συγκρατήσουμε τη διαφορά) ταυτίζεται απαραιτήτως με τις ηθικές αρχές που θεωρούμε ότι πρέπει να διέπουν μια δημοκρατική πολιτεία και να ορίζουν τη συμπεριφορά των λειτουργών της. Εξάλλου κι οι νόμοι ακολουθούν τον άνθρωπο και την κοινωνία, δεν προϋπάρχουν και δεν έχουν ανα πάσα στιγμή αντικειμενικούς ορισμούς κάθε είδους παρεκτροπής. Γι’ αυτό η συζήτηση για τα όρια του νόμιμου, του νομότυπου και του ηθικού δεν θα πάψει ποτέ σε μια κανονική, έστω και προβληματική, δημοκρατία, ενώ θα ήταν απαγορευμένη σε ένα θεοκρατικό καθεστώς. Και γι’ αυτό οι πολίτες δεν έχουν απλώς δικαίωμα αλλά έχουν υποχρέωση να ελέγχουν την πολιτεία και να απαιτούν να μην υπερβαίνει τα όρια της ισχύος της με «νόμιμα αν-ήθικα» τερτίπια, να επιδεικνύει αναλογικότητα, να μην κάνει επίκληση κάποιας δήθεν «εθνικής ανάγκης» προκειμένου να καταπιέζει τις ελευθερίες των πολιτών, να θεσμοθετεί θεσμικές εγγυήσεις εναντίον της κατάχρησης εξουσίας, να σέβεται τα δικαιώματά μας διότι αυτά είναι η εγγύηση στη σχέση μας με την εξουσία. Κάποιος που διαβάζει όλα τα παραπάνω ίσως να τα θεωρεί και κλισέ. Μακάρι κιόλας. Θα έπρεπε να είναι. Η δημόσια συζήτηση, όμως, για ζητήματα που μας προέκυψαν πρόσφατα στην επικαιρότητα μας δείχνει πως χρήσιμο θα ήταν να επιστρέψουμε ξανά στα βασικά γιατί κοντεύει να μας γίνει βίωμα ότι η αμφισβήτηση κι η κριτική είναι κακό πράγμα για μια δημοκρατία όταν αυτά ακριβώς τα συστατικά βρίσκονται στον πυρήνα της.

Το μόνο «πρόβλημα» για μια δημοκρατία είναι πως – και το έχει αποδείξει η Ιστορία αυτό – δεν γεννιέται ούτε πεθαίνει στιγμιαία, σαν ένα big bang ή μια «θεία σύλληψη» ή σαν κανόνες γραμμένοι σε πλάκες. Αρκεί μόνο μια μακρόχρονη περίοδος απερισκεψίας για να τη φθείρει, μια δεκαετία σταδιακού χαμηλώματος των προσδοκιών μας ώσπου να αγγίξουμε τον πάτο και να συμβιβαστούμε με την απάθεια.