«Καλοκαιράκι, έχεις μεράκι, με άσπρο πανάκι, πώς σ' αγαπώ!». Μ' αυτά τα λόγια μας ξεμυάλιζε ο μαγικός Χατζιδάκις… και μας ξεμυάλιζε γιατί έλεγε την αλήθεια! Τι είναι το καλοκαιράκι; Ενα άσπρο πανάκι κι ένα τσουβάλι όνειρα, που σε κάνουν έφηβο… ανεξαρτήτως ηλικίας. Καλοκαιράκι λοιπόν περιμένουμε, έξω από τις υποχρεώσεις όλων των αποχρώσεων, εργασιακές, αγωνιστικές… Εποχή ραστώνης, κρατώντας μέσα το όνειρο… που το καταθέτουμε σε πρώτη συζήτηση, ανά πάσα στιγμή.
Και όνειρο για τα σωματειάκια μας ήταν τα καλοκαιρινά μας ντέρμπι. Ναι, ντέρμπι. Γιατί καλοκαίρι έπρεπε να βγάλουμε κα 'να φράγκο, να αρμενίσουμε σε κάποια ξεχασμένη Φολέγανδρο, ή ανεμοδαρμένη Νάξο… Καλοκαιράκι, το περιμέναμε για να χτίσουμε την γκαρνταρόμπα μας, την καμπαρντίνα μας, τα Lacoste μπλουζάκια μας και τα καινούργια Adidas περιπάτου… Καλοκαιράκι περιμέναμε, για να μπει κανένα πράσινο πεντακοσάρικο και να σεργιανίσουμε τα άρτι αφιχθέντα κακομαθημένα θηλυκά από τη Βρετανία, τη Δανία, τη Γερμανία, και γενικώς της Εσπερίας.
Τη λύση στο πρόβλημα κάθε καλοκαίρι τη δρομολογούσε ο Γίγαντας. Ποιος Γίγαντας; Ο νονός του χαρακτηρισμού «Γίγας», ο Μιχάλης Λώλος. Το αιώνιο εξάρι του Αστέρα Εξαρχείων. Οταν οι προπονητές μοίραζαν φανέλες έλειπε πάντα το έξι, το έκρυβε στο σπίτι του ο Γίγαντας Μιχάλης. Και τον περίμενε λοιπόν το κέντρο της Αθήνας σαν Μεσσία… Με τον ερχομό του Ιούνη, χαμός, σκοτωμός, για να πάρεις φανέλα στην ομάδα του Μιχάλη, τα θρυλικά Ολύμπια. Και τούτο γιατί ο Λώλος ήταν μαέστρος στα παιχνίδια στοιχήματα. Και όταν στις αρχές της δεκαετίας του '60 το στοίχημα μοίραζε 50 ή 100 χιλιάρικα, αγόραζες ρετιρέ στον Λυκαβηττό - για τέτοια λεφτά μιλάμε - ο Μιχάλης, αφού μάζευε το χρήμα, άρχιζε να χτίζει ομάδα, ανάλογα με το στοίχημα. Και ο πελάτης νάτος… και Καλαματιανός και γάτος!
Ιούνης του 1962. Εγκαίνια του καινούργιου γηπέδου στη Μεσσηνία. Και στα εγκαίνια κληρώθηκε ο λαχνός, 100 χιλιάρικα. Ο Λώλος ανταποκρίθηκε. Στημένα τα λεφτά σε χέρια ατόμου κοινής εμπιστοσύνης - τότε ήταν ο Αστέριος Μπέλας, ο άρχων του Αιγίου και του Παναιγιαλείου - και ο Μιχάλης στο μάζεμα παικτών. Να 'σου λοιπόν οι Εξαρχειώτες Αλέφαντος, Βαμβακούσης, Μανιάκης, Ασημακόπουλος, Γιατρός και από κοντά Δομάζος, Στασινόπουλος, Ραδίτσας και οι δίδυμοι οι Κοναρέληδες που ήταν λίαν μελαμψοί και ολόιδιοι - μ' ένα εισιτήριο έβλεπαν σινεμά, θέατρο, και είχαν ραντεβού με την ίδια γκόμενα… και χορεύαν την ωραιότερη σάμπα, το πιο φιγουράτο μάμπο, την πιο λικνιστική ρούμπα… Λατινική Αμερική σ' όλο της το μεγαλείο. Επάνω εκεί έχτισε ο Λώλος τη διαφήμιση…
Μαζί με την αθηναϊκή ομάδα, την Ολύμπια, παίζουν και δύο «βραζιλιάνοι άσοι», ο Τίκο και ο Τσίκο της Φλουμινένσε, που κάνουν διακοπές στην Ελλάδα… Καλά λοιπόν απλωμένο το φούμο και οι Κοναρέληδες, από χρώμα, τύφλα να 'χουν ο Βάβα και ο Ντίντι… Τίγκα το στάδιο του Μεσσηνιακού, καρφίτσα δεν έπεφτε. Δούλεψε κάργα η διαφήμιση κι ήρθαν καψούρια της μπάλας από Πύργο και Τρίπολη ακόμα. Μέσα βουλευτάδες, νομάρχες, δημαρχαίοι, δεσποτάδες και λογιών παπάδες… Ατμόσφαιρα πανηγυρική. Πέσαν και κάτι λόγοι δεκάρικοι… διαμαρτυρήθηκαν οι γαβριάδες, γιατί έκαιγε ο ήλιος…
Και με το που εμφανίστηκε η ομάδα του Λώλου έπεσε το γήπεδο… μπήκαν οι Κοναρέληδες χορεύοντας σάμπα - βραζιλιάνικος ρυθμός - κι έγινε χαμός… τακουνάκια αεροβατικά… Πέντε χιλιάδες νοματαίοι παραληρούσαν. Ξεκίνησε το παιχνίδι, και κάπου στο 25' περνάει μια μαγική μπαλιά 40 μέτρων ο Μίμης Δομάζος στον Γιατρά… και μπαίνει ο Μπιγκ Σπύρος με την μπάλα στα δίχτυα. Μιλάμε για τον μεγάλο μας στιχουργό, τον Σπύρο Γιατρά. Ενα κι ενενήντα ύψος, δύναμη τριών ταύρων και ταχύτητα 10,9 δευτερόλεπτα τα εκατό… Ο Γκέιμ στον Παναθηναϊκό τον ήθελε σαν τρελός… ο Σπύρος όμως, Ολυμπιακάκιας ων, δεν άντεχε να βλέπει τον εαυτό του με πράσινη φανέλα…
1-0 λοιπόν στο ημίχρονο και ένας Λώλος να πετάει!!! Και βγαίνουμε στο 2ο ημίχρονο με το ίδιο κέφι. Ολα καλά και στο 60' ένα τούβλο του Αλέφαντου κάνει το 2-0… «Μούγκα στη Στρούγκα» στο γήπεδο. Εγκαίνια σταδίου, γιορτή, και ήρθαν οι Αθηναίοι να τους ξεφτιλίσουν σπίτι τους… Γκρίνια στους διαιτητές, μπινελίκια από την εξέδρα… Αρχισαν οι ντόπιοι να κλωτσάνε βάρβαρα… Οι διαιτητές το παίζουν Στόλτενμπεργκ, αλλά το αδιέξοδο το έλυσε ένα συννεφάκι. Τόσο δα ήταν στο ημίχρονο… πότε μεγάλωσε, πότε σκοτείνιασε, πότε άρχισαν οι μπουμπουνίστρες… Σε πέντε λεπτά χαμός… Και καθώς οι σταλαγματιές γινόντουσαν ρυάκια, οι «Βραζιλιάνοι» άρχισαν να ξεβάφουν…, να αυλακιές στα μπούτια, να δαχτυλιές στα πρόσωπα… Να και οι κραυγές από την εξέδρα: «Οι απατεώνες, πιάστε τους», «Οι μαύροι ξεβάφουνε». Και ξαφνικά ολόκληρη η Μεσσήνη μπουκάρει στο γήπεδο… Οσο για μας, για πότε βγήκαμε, άλλοι όρθιοι, άλλοι ανάσκελα, άλλοι ανακούρκουδα… Εγώ με τον Δομάζο σκαρφαλωμένοι σε ένα τρακτέρ καταλήξαμε στο Κατάκολο… Χρειαστήκαμε ένα 12ωρο για να μαζευτούμε… Τι να κάνουμε, είχαν και ατυχήματα τα στοιχήματα. Στενοχωρηθήκαμε για τα λεφτά… αλλά το χαρήκαμε ανεπανάληπτα για τα συμβάντα…
Ιούνης λοιπόν του 1962 στη Μεσσήνη… Και ανταμώνοντας με τον Μίμη τις προάλλες, θυμήθηκα την περιπέτειά τους. Και γελάσαμε, αν και από την 11άδα μας, εν ζωή έχει απομείνει ο Καναρέλης ο Λαλάκης. Ο άλλος έφυγε. Ο Μίμης, εγώ, και ο Φίλιππος Ασημακόπουλος, 86άρα πατημένη… Αλέφαντος, Ραδίτσας, Στασινόπουλος, ο Σπύρος Γιατρός, ο Μανιάκης, ο Αργύρης Κοράκης, ο Μήτσος Κρίγκος, μας είπαν αουφβίντερζειν… μαζί και ο οργανωτής, ο Γίγας… ο Μιχαλάκης Λώλος… Καλοκαίρι του '62 «και είχε και μεράκι κι άσπρο πανάκι», και την ανάμνηση να σε τυραννάει!