«Βαρκελώνη, 5 Ιουλίου 1982», έγραφε το πρωτοσέλιδο της «Jornal da Tarde», σαν χαρακιά στον τύμβο του jogo bonito.
Η κατά πολλούς κορυφαία ομάδα στην ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, των Ζίκο, Σόκρατες, Ζούνιορ, Σερέζο, Εντερ, Φαλκάο, Οσκαρ είχε γνωρίσει την ήττα από την Ιταλία με 3-2 κάτω από τον καυτό ήλιο του Εστάντι ντε Σαρία της Βαρκελώνης και αποχαιρέτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας σε ένα από τα σπουδαιότερα παιχνίδια στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Η «Τραγωδία της Σαρία» όπως την αναφέρουν τα κιτάπια του αθλήματος, μόλις είχε γραφτεί από τα τρία γκολ του Πάολο Ρόσι. Ο Ζίκο και αργότερα ο Σόκρατες έλεγαν γεμάτοι πίκρα στους δημοσιογράφους: «Σήμερα πέθανε το ποδόσφαιρο».
Ο Μπόμπι Τσάρλτον που παρακολούθησε το παιχνίδι σχεδόν έκλαιγε, ενώ οι δημοσιογράφοι υποδέχτηκαν στην αίθουσα Τύπου με χειροκροτήματα τον προπονητή της Βραζιλίας, Τελέ Σαντάνα σαν να ήταν αυτός ο πραγματικός νικητής.
Την Τρίτη συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από εκείνη την ημέρα αλλά οι Βραζιλιάνοι συνεχίζουν να τη μνημονεύουν με ανάμικτα συναισθήματα.
Το «μεταξένιο», επιθετικό ποδόσφαιρο που δεν γνώριζε σκοπιμότητες κλειδωνόταν μια για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας μαζί με τη φανέλα του Ζίκο την οποία είχε κομματιάσει το βίαιο παιχνίδι του Τζεντίλε.
Μια ομάδα που είχε στις τάξεις της τέσσερα υπερταλαντούχα δημιουργικά χαφ και εφάρμοζε ένα αγωνιστικό σύστημα που προσομοίαζε σε 4-2-2-2 χρειαζόταν μία ισοπαλία για να προκριθεί στα ημιτελικά, αλλά αυτή επέμενε να παίζει για τη νίκη.
Αλλαξαν οι ανάγκες
Οι βραζιλιάνοι προπονητές που υποστήριζαν τον ευρωπαϊκό τρόπο παιχνιδιού βγήκαν στην αντεπίθεση και επέβαλαν, με το επιχείρημα της Τραγωδίας της Σαρία, τις θέσεις τους. Η Βραζιλία έπαψε να φυλά Θερμοπύλες στο jogo bonito.
Στις ακαδημίες, στις αλάνες και στις διάσημες παραλίες του Ρίο τα λαγωνικά αναζητούσαν πια ψηλούς και γεροδεμένους παίκτες και όχι ντελικάτους, ντριμπλαδόρους που έπαιζαν για τη χαρά του παιχνιδιού.
«Η Βραζιλία έπαιξε το 1982 και έχασε, αλλά ποιος νοιάζεται; Ηταν φανταστική. Κανείς δεν μιλά για την ομάδα του 1994 που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν το γιορτάσαμε. Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο συνεχίζει να πληρώνει υψηλό τίμημα για όσα συνέβησαν το 1982 σε επίπεδο ποιότητας. Το όμορφο ποδόσφαιρο χάθηκε. Χάθηκε και είναι πολύ λυπηρό», λέει ο Πάουλο Σέζαρ «Καζού» ο οποίος ήταν μέλος της μυθικής Σελεσάο που σάρωσε στο Μουντιάλ του 1970.
Η αποθέωση
Οταν ο Ζίκο, ο Σόκρατες και οι άλλοι παίκτες επέστρεψαν στο Ρίο, στο αεροδρόμιο τους περίμενε πλήθος κόσμου που τους αποθέωσε σαν ήρωες. Ισως ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που οι Βραζιλιάνοι χειροκρότησαν την ομάδα τους μετά από ήττα.
Ο Τελέ Σαντάνα δεν είπε ποτέ δημόσια πόσο πολύ υπέφερε. Αργότερα ο γιος του Ρενέ αποκάλυψε πως αποδέχτηκε πρόταση να εργαστεί στη Σαουδική Αραβία ως έναν τρόπο αυτοεξορίας.
Ο Ζίκο, ο Λευκός Πελέ τον οποίον οι συμπατριώτες του τον τοποθετούν δίπλα στον Γκαρίντσα, φέρει ακόμα το σημάδι εκείνου του αγώνα.
«Ημουν περήφανος για τον τρόπο που παίξαμε. Το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι διοργάνωση στην οποία δεν μπορείς να κάνεις λάθη. Εκείνη την ημέρα στη Βαρκελώνη κάναμε πολλά λάθη απέναντι σε μια πολύ καλή ομάδα. Η Ιταλία είχε Σιρέα, Τζεντίλε, Τζοφ, Ταρντέλι, Καμπρίνι και Ρόσι, όλοι παίκτες της Γιουβέντους η οποία εκείνη την εποχή ήταν μία από τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης». Στους αγώνες του ομίλου, στον πρώτο γύρο η Ιταλία υποχρεώθηκε σε τρεις ισοπαλίες και πέτυχε μόλις δύο γκολ αλλά προκρίθηκε λόγω καλύτερης διαφοράς τερμάτων από το Καμερούν.
«Στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει λογική. Οι Ιταλοί ήρθαν ισόπαλοι με την Πολωνία, το Περού και το Καμερούν αλλά εξερράγησαν τη λάθος στιγμή απέναντί μας. Σε έναν λογικό κόσμο ο τελικός θα έπρεπε να είναι Βραζιλία - Ιταλία.
Ο κόσμος λέει πως είμαστε η σπουδαιότερη ομάδα που δεν κατέκτησε Παγκόσμιο Κύπελλο και μπορώ να ζήσω με αυτό. Ούτε η Ουγγαρία του 1954 ούτε η Ολλανδία του 1974 κατέκτησαν τον τίτλο αλλά ο τρόπος που αγωνίστηκαν έγραψε ιστορία στο μοντέρνο ποδόσφαιρο. Είναι ωραίο να είμαστε στο ίδιο επίπεδο με τη Βραζιλία του 1950 ή την Ουγγαρία του 1954. Ο πατέρας μου έλεγε πως ο Ζιζίνιο, ένα από τα αστέρια της Βραζιλίας του 1950 ήταν ο καλύτερος παίκτης που είχε δει ποτέ».
Η ήττα χτύπησε σκληρά τον Σόκρατες. Προκειμένου να παρουσιαστεί στο Μουντιάλ της Ισπανίας στην καλύτερη κατάσταση είχε κόψει το ποτό και το τσιγάρο αρκετούς μήνες πριν. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκε στο Λιντς, δεν έκρυψε τα αισθήματά του για το παιχνίδι: «Είχαμε μια διαολεμένη ομάδα και παίζαμε χαρούμενοι. Ομως συναντηθήκαμε με τους Ιταλούς. Ο Ρόσι είχε τρεις επαφές με την μπάλα και πέτυχε χατ τρικ. Το ποδόσφαιρο όπως το ξέραμε πέθανε εκείνη την ημέρα».
«Κερδίσαμε μία θέση στην ιστορία»
Ο Φαλκάο προσπάθησε να ξορκίσει τους δαίμονές του δημοσιεύοντας πριν από δέκα χρόνια, στην 30η επέτειο από την ήττα μια συλλογή δοκιμίων που έγραψαν ο ίδιος και αρκετοί από τους τότε συμπαίκτες του, υπό τον τίτλο «Γιατί χάσαμε;». Τελειώνει το βιβλίο με τα εξής λόγια: «Χάσαμε ένα παιχνίδι όμως κερδίσαμε μία θέση στην ιστορία. Φυσικά όλοι μας υποφέραμε πολύ από την ήττα αλλά είμαι επίσης ευγνώμων που συμμετείχα σε ένα από τα σημαντικότερα παιχνίδια στην ιστορία του ποδοσφαίρου και ήμουν μέλος μιας ομάδας που έπαιξε σπουδαίο ποδόσφαιρο. Ηταν προνόμιο να παίζω δίπλα σ' αυτούς τους παίκτες».
Πολλοί κατηγόρησαν τη Βραζιλία πως αγωνίστηκε με αφέλεια ενώ δεν ήξερε πώς να αμυνθεί. Ο Φαλκάο εξοργίζεται με αυτές τις τοποθετήσεις: «Είναι αστείο να λένε πως η ομάδα μας δεν μπορούσε να αμυνθεί σωστά. Σε πέντε παιχνίδια σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο πετύχαμε 15 γκολ και δεχτήκαμε πέντε. Απέναντι στην Ιταλία κάναμε περισσότερα τάκλιν από τους αντιπάλους μας ενώ οι Ιταλοί πέτυχαν το τρίτο τους γκολ όταν όλοι βρισκόμασταν στην άμυνα για το κόρνερ. Χάσαμε από μία ομάδα που εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες της».
Η ειρωνεία της ιστορίας που γράφτηκε στη Σαρία είναι πως οι τέσσερις καλύτεροι παίκτες της Σελεσάο, οι Σερέζο, Ζούνιορ, Σόκρατες και Ζίκο συνέχισαν την καριέρα τους σε ιταλικές ομάδες, ενώ στο Calcio αγωνιζόταν από το 1980 και ο Φαλκάο.