Η συστηματική παρακολούθηση τoυ ψηφιακού μετασχηματισμού των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων συνιστά στρατηγικό πεδίο διερεύνησης του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων. Επί τη βάσει διαχρονικών ευρημάτων που προκύπτουν από τις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, είναι εμφανές ότι η ψηφιακή μετάβαση αποτελεί μία από τις κύριες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, συναρτήσει όλων των ευρύτερων αναταραχών που ενσκήπτουν στο διεθνές οικονομικό, παραγωγικό και γεωπολιτικό περιβάλλον καθώς και των διαχρονικών περιορισμών του εγχώριου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η εξέταση, δε, εξειδικευμένων διαστάσεων της ψηφιακής προσαρμογής (π.χ. κλίμακα επενδύσεων, συνθετότητα τεχνολογικής προσαρμογής) προσφέρει τη δυνατότητα ολοκληρωμένης κατανόησης του ρυθμού και του εύρους της ψηφιακής μεταβολής.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιούνιος 2022), επικυρώνονται διαχρονικά πορίσματα που συνθέτουν μια λεπτομερή εικόνα για τις τάσεις ψηφιακού μετασχηματισμού σε επίπεδο πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα σε επίπεδο πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-9 εργαζόμενοι), όπου τα ακριβή στοιχεία συχνά είναι περιορισμένα ως προς κρίσιμες διαστάσεις της λειτουργίας τους, τα παρακάτω ευρήματα αναδεικνύουν ορισμένες διαφοροποιημένες τάσεις σε σχέση με τις επιχειρήσεις μεγαλύτερης κλίμακας.

Ενδεικτικά, ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τα στοιχεία της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το δεύτερο εξάμηνο του 2021, συνοψίζονται στα εξής κάτωθι σημεία.

Κατ’ αρχάς, το ποσοστό των επιχειρήσεων που επενδύει σε νέες τεχνολογίες είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Ειδικότερα, το 33% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων πραγματοποίησε επενδύσεις κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Μια σημαντική διάσταση για την αποτίμηση του ρυθμού και της κλίμακας της ψηφιακής μετάβασης αποτελεί το ύψος των επενδύσεων που πραγματοποιούνται σε σχετικές ψηφιακές τεχνολογίες. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων πραγματοποίησε επενδύσεις μικρής κλίμακας. Συγκεκριμένα, το ύψος της επένδυσης για το 55,5% των επιχειρήσεων εντοπίζεται στην κατηγορία έως €5.000, ενώ ποσοστό 10% των επιχειρήσεων, πραγματοποιεί επενδύσεις μεταξύ €5.001-€10.000. Αντιστοίχως, ποσοστό 6,1% επενδύει στην κατηγορία €50.001-€100.000, ενώ ποσοστό 5% πραγματοποιεί επενδύσεις άνω των €100.000.

Επιπροσθέτως, η εξέταση επιμέρους στοιχείων αναδεικνύει άμεση συσχέτιση με το επίπεδο του κύκλου εργασιών. Οι επιχειρήσεις με υψηλότερο κύκλο εργασιών και αριθμό εργαζομένων πραγματοποιούν και σχεδιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό νέες επενδύσεις.

Τα ως άνω στοιχεία είναι αλληλένδετα με τις πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν. Η συντριπτική πλειονότητα των επενδύσεων χρηματοδοτήθηκε με ίδια κεφάλαια (86,4%), έναντι ποσοστού 6% που συγχρηματοδοτήθηκε μέσω ΕΣΠΑ και ποσοστού 3,8% που χρηματοδοτήθηκε με τραπεζικό δανεισμό. Σημειώνεται ότι το υψηλό ποσοστό ιδίων κεφαλαίων ως προς τις επενδύσεις επηρεάζει την κλίμακα, τη συχνότητα και τη συνθετότητα των επενδύσεων. Παράλληλα, διαμορφώνει ένα πλαίσιο περιορισμένης ανθεκτικότητας απέναντι σε αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος, δεδομένου ότι μια πιθανή έλλειψη ρευστότητας επί παραδείγματι (βλ. πανδημία, ενεργειακή κρίση) επιδρά άμεσα στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να πραγματοποιήσουν νέες επενδύσεις.  

Ο ρυθμός και ο χαρακτήρας της ψηφιακής μετάβασης επηρεάζεται και από τα ειδικά χαρακτηριστικά των ψηφιακών τεχνολογιών που υιοθετούνται από τις επιχειρήσεις.

Συγκεκριμένα, το 21,8% των επιχειρήσεων πραγματοποίησε επενδύσεις κατά το προηγούμενο εξάμηνο σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες (π.χ. λογισμικό, ψηφιακές συσκευές και εφαρμογές). Σε επίπεδο υιοθέτησης νέων ψηφιακών τεχνολογιών, το 58,4% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει ενσωματώσει «Συστήματα ψηφιακού μάρκετινγκ», ενώ ακολουθεί η κατηγορία «Συσκευές και συστήματα που παρακολουθούνται ή ελέγχονται από απόσταση μέσω του Διαδικτύου» (26,3%) και τα «Συστήματα ηλεκτρονικών πωλήσεων» (17,3%). Ως προς την ψηφιακή προσαρμογή των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων κατά την πρόσφατη περίοδο, προκύπτει ότι ένα ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό (17,4%) δηλώνει ότι προχώρησε σε ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Επιπλέον, ποσοστό 56,2% των επιχειρήσεων καταγράφει ηλεκτρονικές πωλήσεις μόνο έως 20% του κύκλου εργασιών, ενώ το 16,1% πραγματοποιεί πωλήσεις που αφορούν ποσοστό άνω του 50%. Για τις επιχειρήσεις που διατηρούν ηλεκτρονικό κατάστημα (e-shop) ή συμμετέχουν σε ψηφιακή πλατφόρμα, οι ηλεκτρονικές πωλήσεις αντιστοιχούν μεσοσταθμικά στο 26,7% του κύκλου εργασιών τους.

Η εξέταση των παραπάνω στοιχείων διαφωτίζει τρεις βασικές πτυχές της μακράς πορείας ψηφιακής προσαρμογής των πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Πρώτον, καταγράφονται χαμηλά ποσοστά επενδύσεων σε ψηφιακές τεχνολογίες ακόμη και κατά τα τελευταία έτη της πανδημίας.

Δεύτερον, διαπιστώνεται ασύμμετρα έντονη διαφοροποίηση μεταξύ των νησίδων επιχειρήσεων που προσαρμόζονται ταχύτερα και της πλειονότητας των πολύ μικρών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσαρμογής.

Τρίτον, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων αφορά τεχνολογίες χαμηλής τεχνολογικής συνθετότητας.

Τέταρτον, το εύρος, η κλίμακα και ο τύπος των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το προηγούμενο εξάμηνο, σε μεγάλο βαθμό τις καθιστά περισσότερο επενδύσεις προσαρμογής και λιγότερο επενδύσεις επέκτασης δραστηριοτήτων ή τεχνολογικής ανάπτυξης.

Η συνδυαστική ανάγνωση των παραπάνω στοιχείων καταδεικνύει την ανάγκη υλοποίησης αναθεωρημένων και πολυδιάστατων πολιτικών ψηφιακής ανάπτυξης, με κύριο προσανατολισμό την πολυμερή ενίσχυση των ευρύτερων κλάδων χαμηλής τεχνολογικής έντασης και του ευρέος φάσματος των πολύ μικρών επιχειρήσεων που χαρακτηρίζεται από χαμηλότερο βαθμό ψηφιακής προσαρμογής.

Ο Αντώνης Αγγελάκης είναι επιστημονικό στέλεχος ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ και διδάσκων του Πανεπιστημίου Κρήτης