Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η κάμερα ζουμάρει στο πρόσωπό της, το οποίο βρίσκεται το μισό στο σκοτάδι. Τα βλέφαρά της κλειστά τρεμοπαίζουν, σημάδι του άγχους της, όταν φέρνει το μικρόφωνο στο στόμα της κι αρχίζει να τραγουδάει τους πρώτους στίχους α καπέλα. Το πλάνο ανοίγει σταδιακά αφήνοντας να φανεί η θέση της ανάμεσα σε μπλε καρέκλες που λιώνουν, ενώ εκείνη συνεχίζει να ερμηνεύει το κομμάτι της με την κρυστάλλινη φωνή της χωρίς μουσική. Μόλις ακούγονται οι πρώτες νότες, το κοινό του Pala Olympico ξεσπάει σε χειροκροτήματα, φέρνοντας το χαμόγελο στο μέχρι τότε ανέκφραστο πρόσωπό της και δίνοντάς της δύναμη για να μπει στο ρεφρέν με σιγουριά. Και πράγματι, στο δεύτερο μισό της ερμηνείας της η Αμάντα Γεωργιάδη πάτησε γκάζι κι απογείωσε την εμφάνισή της.
Η φετινή εκπρόσωπος της Ελλάδας στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Γιουροβίζιον, το βράδυ της περασμένης Τρίτης, ερμήνευσε το κομμάτι της «Die together», μια δυναμική μπαλάντα, με μια εσωτερικότητα που ήταν σχεδόν συγκινητική. Εύθραυστη σαν νεράιδα, με μια λεπτεπίλεπτη φιγούρα που της τόνιζε το ασημί μακρύ φόρεμα που της έραψε η Σίλια Κριθαριώτη, θρηνώντας τον άδοξο έρωτά της χάθηκε για λίγο στο εικαστικό περιβάλλον που επιμελήθηκε ο Φωκάς Ευαγγελινός, για να αναδυθεί μέσα από τις πληγές της στην κορύφωση του τραγουδιού με μια φωτεινή ισχύ. Αυτό το διαφορετικό θέαμα που προσέφερε στον πρώτο ημιτελικό της διοργάνωσης η Ελλάδα, μακριά από τα έθνικ μπουζοπόπ που έπνιγαν τα τελευταία χρόνια τις συμμετοχές μας και πιο κοντά στους σύγχρονους ευρωπαϊκούς ήχους, κέρδισε το κοινό και τις εθνικές επιτροπές. Η Αμάντα Γεωργιάδη κατάφερε να προκριθεί στον σημερινό μεγάλο τελικό, επιβεβαιώνοντας τα στοιχήματα που την ήθελαν να είναι φαβορί του ημιτελικού της μαζί με την Ουκρανία, και πλέον μπορεί να ονειρεύεται και το πλασάρισμά της στην κορυφή του διαγωνισμού. Οι εκτιμήσεις των γιουροφάν τη φέρνουν στην πρώτη πεντάδα της τελικής κατάταξης, κάτι που αν επιβεβαιωθεί απόψε στο Τορίνο, θα αποτελεί μια σημαντική διάκριση για τη χώρα μας στον σημαντικότερο τραγουδιστικό θεσμό της Γηραιάς Ηπείρου. Αυτή η μετρημένη εμφάνιση της Αμάντας Γεωργιάδη στη σκηνή της Γιουροβίζιον φαίνεται να είναι μια εγγενής κατάσταση αφού η νεαρή τραγουδίστρια έμαθε από μικρή να ισορροπεί μεταξύ δύο αντίρροπων δυνάμεων που διεκδικούσαν τη ζωή της. Από τη μία ήταν πάντα η ελληνική της καταγωγή, αφού η ίδια γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 9 Ιανουαρίου 1997. Από την άλλη, ήταν το νορβηγικό δέλεαρ, αφού η Αμάντα μετακόμισε εκεί όταν ήταν τριών ετών, στη χώρα της αρχιτεκτόνισσας μητέρας της, μαζί με τον μηχανικό πατέρα της και τον αδερφό της Λάμπρο. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Τένφγιορντ, μια περιοχή που ενέπνευσε την τραγουδίστρια να την υιοθετήσει ως καλλιτεχνικό επίθετο. Στα Ιωάννινα συνήθιζαν να γυρίζουν τα καλοκαίρια, εκεί όπου τους περιμένει με ανυπομονησία η 101 ετών γιαγιά της Αμάντας. Η μουσική μπήκε στη ζωή της σε ηλικία πέντε ετών, όταν ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα πιάνου, και στην εφηβεία είδε τη μουσική με πιο σοβαρό βλέμμα συμμετέχοντας σε διαγωνισμούς, παίζοντας σε φεστιβάλ και γράφοντας τα πρώτα της τραγούδια. Οι ελληνικές νότες δεν έλειπαν από το σπίτι της αφού ο πατέρας της φρόντιζε να ακούγονται δημιουργίες των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Αλεξίου, Σαββόπουλου και Ξαρχάκου και τη νανούριζε με το «Μικρό παιδί σαν ήμουνα» του Γιώργου Ζωγράφου.
Σ' ένα από τα φεστιβάλ όπου εμφανίστηκε, τράβηξε το ενδιαφέρον μιας δισκογραφικής εταιρείας, η οποία της ετοίμασε τον πρώτο της προσωπικό δίσκο με τίτλο «First impressions», αποσπώντας θερμότατες κριτικές. Στη συνέχεια ήρθε η δεύτερη δουλειά της «Then Ι fell in love», που έγινε σύντομα ραδιοφωνική επιτυχία παραμένοντας για περισσότερες από 20 εβδομάδες στο ραδιοφωνικό Top 10 της Νορβηγίας. Το ταλέντο της έφτασε μέχρι το Netflix, το οποίο πριν από δύο χρόνια επέλεξε το κομμάτι της «Troubled water» για να ντύσει μουσικά τη σειρά «Spinning out».
Σαν να μην ήταν αρκετό το δίπολο Ελλάδα - Νορβηγία, η Αμάντα έφερε και δεύτερο στην πραγματικότητά της: μουσική - ιατρική. Γιατί όταν αφήνει τα μικρόφωνα και οι προβολείς των σκηνών κλείνουν, η Γεωργιάδη επιστρέφει στις σπουδές της στην ιατρική, φλερτάροντας με την καρδιολογία ή τη γυναικολογία. Την περίοδο αυτή βρίσκεται στο έκτο έτος των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο του Τρόντχαϊμ και στα διαλείμματα της Γιουροβίζιον διαβάζει, αφού τον Ιούνιο, ακριβώς μετά τον διαγωνισμό, θα δώσει τις τελικές εξετάσεις για το πτυχίο της.
Στο τρίτο δίλημμα που η ίδια έθεσε στον εαυτό της, α καπέλα ή ορχηστρική εκτέλεση στο «Die together», αποφάσισε να μπλέξει τα δύο μέρη. Ετσι δηλαδή όπως μαζί φαίνεται να ήταν στην καρδιά της ο πόνος της απόρριψης από τον πρώτο της έρωτα αλλά και μια απελπισμένη ελπίδα, όταν έγραφε πριν από δύο χρόνια το συγκεκριμένο τραγούδι σε συνεργασία με τον νορβηγό παραγωγό Bjørn Helge Gammelsæter. Για να φτάσει στη Γιουροβίζιον, έπρεπε να μεσολαβήσει ο Δημήτρης Κοντόπουλος, ο οποίος ξεπερνώντας τις αρχικές της αντιρρήσεις την έπεισε να στείλει το ντέμο της στην ΕΡΤ διεκδικώντας τη φετινή εκπροσώπηση της χώρας. Η ειδική επιτροπή που στήθηκε στην κρατική τηλεόραση για την αξιολόγηση των φετινών προτάσεων, εκτιμώντας την «καλλιτεχνική ειλικρίνεια και αμεσότητα» της Αμάντας αλλά και την «εφηβική νοσταλγικότητα» του τραγουδιού της που είναι «άμεσο, ειλικρινές, χωρίς φιοριτούρες και παλιομοδίτικες γιουροβιζιονικές τάσεις», όπως επεσήμανε ο πρόεδρος της επιτροπής Δημήτρης Παπαδημητρίου, της έδωσε το χρίσμα ανάμεσα σε 26 καλλιτέχνες και δύο γκρουπ που συμμετείχαν στη διαδικασία.