«Η πολιτική ορθότητα είναι μία στυγνή αυτολογοκρισία»
Ο συγγραφέας μιλά για τη μονομαχία του με τη γραφή
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στα τραπεζάκια γύρω από την Πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι ο Γιώργος Αριστηνός παραδέχεται ότι τον ενδιαφέρει η Ιστορία φορώντας Ρέιμπαν γυαλιά και μαύρο τζάκετ - σήμα κατατεθέν της μποέμ εικόνας του. Επειτα από τις δικές του πολύχρονες διαδρομές στη δοκιμιακή και μυθιστορηματική συγγραφή παρατηρεί πως ένας καλός ιστορικός ξεχωρίζει πέρα από τη μεθοδολογία της έρευνάς του και από τις αρετές του στο γράψιμο χρησιμοποιώντας πλοκή, μυθοπλασία, σχήματα λόγου, μετωνυμίες, συνεκδοχές. Αφορμή της συνάντησής μας για έναν καφέ είναι το αφιέρωμα που του έκανε το περιοδικό «Νέα Εστία». Ενας καφές που η οξύτητα της γεύσης του προκάλεσε μία οιστρήλατη συζήτηση για τη θεωρία της λογοτεχνίας, την κριτική και τη μετανεωτερικότητα. Ολα τα παραπάνω με σκοπό να ειπωθούν με μία μονάκριβη λέξη.
Στο βιβλίο σας «Νάρκισσος και Ιανός» έχετε μιλήσει αναλυτικά για τα θεωρητικά κινήματα του μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού. Ποια είναι η γνώμη σας σήμερα;
Στην Ελλάδα, οι γαλλικές ιδέες του μεταμοντερνισμού ήρθαν με τρόπο διηθημένο, παραμορφωτικό. Εγιναν μόδα, προέκυψαν πολλές παρεξηγήσεις. Τώρα έχουμε κατασταλάξει κάπως. Θέλω να πω ότι δεν είχαμε μία προϊστορία, ώστε αυτές οι ιδέες να ενσωματωθούν οργανικά στην ελληνική σκέψη. Εννοώ τον γαλλικό μεταδομισμό και μεταμοντερνισμό που ήρθε με τον Φουκό και τους άλλους «σωματοφύλακες». Εντυπωσιαστήκαμε από τις ιδέες αυτές που είχαν μία πρωτοτυπία απέναντι σε μία συντηρητική παράδοση, αλλά δεν είδαμε το πολιτικό φάσμα που ερχόταν μαζί με αυτούς. Δηλαδή, δεν νομίζω ότι μας απασχόλησε ποτέ το πόσο αντιδραστικός ήταν ο Φουκό. Πόσο ολοκληρωτική ήταν η σκέψη του. Υποστήριξε καθεστώτα όπως του Πολ Ποτ, ίσως μόνο για να έρθει σε ρήξη με τη γαλλική σκέψη και το κράτος, αλλά και για άλλους λόγους, θα τολμούσα να πω, ιδιοσυγκρασιακούς.
Κάποια στιγμή ακολούθησα αυτή τη γραμμή στα κείμενά μου σε σημείο να υποστηρίζω - μέχρις ότου να ανοίξουν τα μάτια μου - ότι η πραγματικότητα αποστάζεται εντελώς μέσα από τη γλώσσα, πως ό,τι και να κάνει κανείς υπάρχει το φράγμα της. Παρά ταύτα, η πραγματικότητα δεν απορροφάται από το καθεστώς της γλώσσας, ή, όπως γράφει ο Χένρι Τζέιμς «η λέξη "σκύλος" δεν δαγκώνει»· ούτε πάλι η λογοτεχνία εξαντλείται στον αυτοαναφορικό της ρόλο μια και τρέφεται από τις προ-αφηγηματικές και παρα-λογοτεχνικές ρίζες.
Ομολογώ ότι παρακολουθώ τη βιβλιογραφία που σχετίζεται με τη θεωρία της λογοτεχνίας. Θα συμφωνούσε κανείς ότι δεν έχουμε προχωρήσει και πολύ από την εποχή αυτής της θεωρητικής εκζήτησης. Πάντως, η εποχή του γαλλικού γλωσσοκεντρισμού ή της γαλλικής γρίπης με τον πανδημικό χαρακτήρα που απέκτησε έδωσε πολύ σημαντικά πράγματα. Μας έβγαλε από την ορθοπεδική συσκευή μιας σκέψης που θεωρούσαμε ότι ήταν αυτοφυής και δεδομένη. Οταν πρωτοδιάβασα Ντεριντά ξεκίνησα από την κατάπληξη για να φτάσω στον θυμό, μετά στο ανάθεμα και μετά στην αλήθεια που έχει το εγχείρημα. Είναι συναρπαστικό στο «Πλάτωνος Φαρμακεία», για παράδειγμα, να παρακολουθείς τις ετυμολογικές ανασκαφές και τις ερμηνευτικές παραδοξολογίες του φιλοσόφου. Κάπου εδώ ανιχνεύεται ο σκεπτικισμός του. Ωστόσο, τα κείμενά του καθεαυτά έχουν μια λογοτεχνική υπόσταση πέρα από την εγκυρότητά τους.
Πώς προέκυψε το αφιέρωμα που έκανε για εσάς η «Νέα Εστία»;
Βρέθηκα στην ταβέρνα «Καπετάν Μιχάλης» και συναντήθηκα τυχαία με τον Νίκο Καραπιδάκη, διευθυντή της «Νέας Εστίας», πιάσαμε κουβέντα, είχα έναν περίεργο οίστρο εκείνη την ημέρα, κάναμε μία συζήτηση για τον μοντερνισμό και στη συνέχεια έπεσε η ιδέα για ένα αφιέρωμα. Πάντως, η έκδοση ενός αφιερώματος στο πιο παλιό και έγκυρο μάλιστα περιοδικό δεν είναι μια απλή ιστορία, αλλά απαιτεί χρόνο, συζητήσεις και πολλή ευθύνη. Ως προς εμέ, παραμένω στις επάλξεις ενός νεωτερικού Εγώ που κατοικείται από τη γλώσσα και τις μεταμορφώσεις της. Μέχρι πρότινος, έκανα μαθήματα ελληνικών σε ένα τμήμα της Ακαδημίας Αθηνών και δίδασκα λογοτεχνία και γλώσσα σε ξένους υποτρόφους, οι οποίοι βελτίωναν τις γνώσεις τους στα ελληνικά. Μου έλεγαν καμιά φορά ότι δεν μπορούσαν να με παρακολουθήσουν πάντα στις «εσχατιές της γλώσσας». Ομως δεν μπορώ - από ιδιοσυγκρασία - να μείνω στα τετριμμένα. Είμαι λεξιφοβικός. Φοβάμαι τις λέξεις που εγκαταστάθηκαν μέσα μας και πάνε να μας απορροφήσουν. Χρησιμοποιούμε λέξεις που μου προκαλούν δυσανεξία, είναι αποστεωμένες, λέξεις-απολιθώματα. Τις ονομάζω «λέξεις-Τουταγχαμών» και δεν είναι περίεργο που έχω συντάξει μία λίστα, όπου απαγορεύεται η χρησιμοποίησή τους. Μου ήρθε προηγουμένως λοιπόν μία από αυτές - η λέξη «υποδομή» - λέξη κοινόχρηστη, που κάτι με έσπρωξε να την αποφύγω.
Εχετε γράψει ότι ο Φλομπέρ αναζητούσε με μανία την καίρια και μονάκριβη, τη σωστή λέξη (le mot juste). Εξαντλείστε και εσείς μέσα σε αυτήν την εμμονή;
Οχι, δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Υστερα από τόσα χρόνια έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα μου μία αντίληψη για τον κόσμο, τη λογοτεχνία, τη γλώσσα· δεν κρύβω ότι αυτά για τα οποία μιλάω και γράφω βγαίνουν εκ περιουσίας και είναι αδιαμεσολάβητα. Γι' αυτό σπάνια πια ανατρέχω σε βιβλιογραφία όπως έκανα παλιά, μου φαίνεται πως έτσι φθάνει κανείς στον σχολαστικισμό. Το βλέπω και από ορισμένους πανεπιστημιακούς καθηγητές, οι οποίοι δεν μπορούν να δουν πέρα από το στενό αντικείμενό τους. Τους ενδιαφέρει η μέθοδος που δίνει συνοχή στα πράγματα και απομυζούν ένα μικρό πεδίο του αντικειμένου τους μέχρι την αποστέγνωση.
Ωστόσο σε ένα δοκίμιο οι βιβλιογραφικές υποσημειώσεις μπορεί και να προσφέρουν θησαυρούς πληροφοριών.
Θυμάμαι ένα παράδειγμα. Ημουν καθηγητής στο Φροντιστήριο του Ανδρέα Μπελεζίνη και βγάζαμε το περιοδικό «Σπείρα». Ηξερα από εκείνον πόσο σημαντικό είναι να δουλεύεις φιλολογικά, αλλά και πόσο αυτή η φιλολογική εμμονή μπορεί να σε οδηγήσει στην αποξήρανση της σκέψης, όπως και το αντίθετο. Οι αναφορές είναι χρήσιμες γιατί τεκμηριώνουν μια άποψη και οχυρώνουν το κείμενο από κρυψιβουλίες και από τις δολιοφθορές της λογοκλοπής. Εν παρόδω, θυμάμαι ένα δοκίμιο του Στέλιου Ράμφου για τον Διονύσιο Σολωμό. Ηταν ένα ελεύθερο, στοχαστικό και απερίσπαστο δοκίμιο, όμως απουσίαζαν οι παραπομπές και οι υποσημειώσεις για μια ποίηση μάλιστα αποσπασματική που δύσκολα ενορχηστρώνεται σ' ένα συνεκτικό νοηματικό σύνολο. Οφείλει κανείς να παραπέμπει στις σχετικές μελέτες, όσο και εάν είναι ελεύθερο το εγχείρημά του.
Η ποίηση δεν έχει την ελευθερία και τη δύναμη να σε τραβήξει κοντά της ακόμη και από μεμονωμένους στίχους;
Η ποίηση είναι ένας χώρος ευεπίφορος για πολλές αυθαιρεσίες, αλλά και δημιουργικές αναφλέξεις. Στην ποίηση, ο μεταφραστής κάποτε είναι ο δημιουργός ενός καινούργιου έργου. Ομως, η κατάρα των μεταφράσεων είναι όταν οι μεταφραστές γνωρίζουν πολύ καλά τη γλώσσα που μεταφράζουν αλλά - αλίμονο - έχουν υπερβολικά προσωπική άποψη. Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, φυσικά. Για παράδειγμα, εάν μεταφράσεις τον «Οδυσσέα» του Τζόις, δεν μπορείς παρά να λάβεις υπόψη σου τα όρια της γλώσσας στην οποία μεταφράζεις και τις δυνατότητές της να σηκώσει το βάρος τους. Πρέπει να ανασκολοπίσεις ενδεχομένως την ελληνική γλώσσα σε σημείο που να την παραμορφώσεις και να δημιουργήσεις δυσφορία στον αναγνώστη. Αυτό έκανε ο Γιώργος Κεντρωτής όταν μετέφρασε το «Βιργιλίου Θάνατος» του Χέρμαν Μπροχ. Εννοείται ότι ο Κεντρωτής γνωρίζει τέλεια γερμανικά, αλλά έχει άποψη και μερικές φορές η άποψη προκαλεί πολλές «φωτοσκιάσεις».
Στο 2022, μας βοήθησε η παραδοχή ότι δεν υπάρχει μία και μόνο αλήθεια στο να συνομιλούμε με κανόνες πολιτικής ορθότητας;
Η πολιτική ορθότητα είναι ένα «τέρας» που έχει αιχμαλωτίσει ακόμη και ανθρώπους που αισθάνονται μέσα τους ελεύθεροι. Είναι μία στυγνή αυτολογοκρισία. Κάποια στιγμή, η ιδεολογία αυτή με επηρέασε, αλλά τα πέταξα όλα από πάνω μου. Προσωπικά, απευθύνομαι στον αναγνώστη ανεξάρτητα εάν είναι straight, gay ή οτιδήποτε άλλο. Οταν ο Χούλιο Κορτάσαρ έβγαλε το «Κουτσό» μιλούσε με αρνητικό στυλ για τη γυναίκα αναγνώστη, ότι δηλαδή είναι κατώτερη. Ομως, μέσα σε αυτό το ποτάμι που είναι ο Κορτάσαρ και τα παρασέρνει όλα - και τη λάσπη και τα μαργαριτάρια -, η πολιτική ορθότητα ήρθε και ράμφισε αυτή τη λεπτομέρεια για να τον κατηγορήσει. Προσωπικά έχω απαλλαγεί και δεν πιστεύω σε αυτούς τους κανόνες.
Πού είναι σήμερα η λογοτεχνία;
Πέρα από τις σχηματοποιήσεις και τα στεγανά των θεωριών που σφίγγουν την εμπειρία στη θηλιά τους, η λογοτεχνία, μια ανθεκτική και αχειραγώγητη έκφραση του ανθρώπου, θα χάσει σιγά σιγά το κύρος της αυθεντίας που είχε, θα πέσει από το βάθρο μιας θρησκείας χωρίς Θεό, θα επιστρέψει στο παιγνιώδες και εφήμερο που είχε στον πυρήνα της. Ο Ουγκό, ο Μπαλζάκ, το μυθιστόρημα των μεγάλων χειρονομιών όπου πρωτοστατεί η κοινωνική ιστορία, ενώ το άτομο ακολουθεί σαν ένας κομπάρσος της ειμαρμένης, έχουν τη σκουριά του ancient, όπως τα παλιά καθεστώτα, και η αριστοκρατία που τα εξέθρεψαν. Τώρα το εκκρεμές της λογοτεχνίας έχει παγώσει, δείχνοντας προς το παιγνιώδες, το διακυβευμένο και αναπάντεχο. Η απόσταση ανάμεσα στον Ραστινιάκ, ήρωα της Ανθρώπινης Κωμωδίας, σύμβολο ενός αμοραλιστικού αριβισμού, και του Χαμ και Κλοβ του Τέλους του Παιχνιδιού είναι τεράστια. Κάπου εδώ είναι λοιπόν.
