Το Σάββατο του καύσωνα, ο οποίος εντείνεται ακόμα περισσότερο από σήμερα, με βρήκε στα σχεδόν 1.000 μέτρα υψόμετρο. Σε ένα γραφικό χωριό του νομού Ευρυτανίας, πνιγμένο στα έλατα, με πέτρινα σπίτια παντού, ρεματιές, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Καρπενήσι. Ιδανικά, θα πει κανείς. Το ίδιο περίμενα κι εγώ, αφήνοντας για λίγο πίσω το λιοπύρι της πόλης. Ομως όχι. Η απίστευτη – για τους περισσότερους πρωτόγνωρη – ζέστη στο χωριό ήταν το κυρίαρχο θέμα συζήτησης μεταξύ των ντόπιων. «Είμαι 36 χρόνια εδώ, χειμώνα – καλοκαίρι, δεν έχω φύγει ποτέ. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναζήσει» μου έλεγε εργαζόμενη της ταβέρνας στην κορυφή του οικισμού. Παραδίπλα, μια παρέα 60άρηδων μιλούσαν για το… πώς θα βγάλουν το βράδυ. Στα σπίτια τους, αν κατάλαβα καλά, δεν έχουν air condition ούτε καν ανεμιστήρα. Και πράγματι, τι τα χρειάζονται αυτά οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να περνούν τα αυγουστιάτικα βράδια τους με δροσούλα 20 βαθμών και σεντονάκι για τον ύπνο; Από τις πολλές κουβέντες, κρατώ τη φράση ενός 60άρη: «Αν «άναψε» ακόμα και το βουνό, τι άλλο μας περιμένει;». Ο τόνος της φωνής του είχε κάτι σχεδόν δραματικό, μου έφερε στο μυαλό εικόνες του υπόλοιπου πλανήτη. Τους καύσωνες, τις καταιγίδες, τις ξηρασίες, όσα προκαλεί ήδη η κλιματική κρίση. Αυτή που έχει πάψει προ πολλού να (μας) μοιάζει μακρινή και να αποτυπώνεται μόνο στο «λιώσιμο των πάγων». Αυτή που προκαλεί «ασφυξία» ακόμα και στους βουνίσιους, που αφανίζει πνεύμονες πρασίνου, που βασανίζει τους κόκκινους σολομούς με εγκαύματα στα νερά του ποταμού Κολούμπια.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ