Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως Δημοκρατικός, εθελοντής στην προεκλογική εκστρατεία του Ρόμπερτ Φ. Κένεντι για την αμερικανική προεδρία, το 1968. Την κλείνει ως προσωπικός δικηγόρος του Ντόναλντ Τραμπ, επικεφαλής της τραγελαφικής του προσπάθειας να παραμείνει στον Λευκό Οίκο, κι ας ψήφισαν τουλάχιστον 6.211.000 περισσότεροι Αμερικανοί τον Τζο Μπάιντεν. Κάποτε, τη δεκαετία του 1980, ο Ρούντι Τζουλιάνι ήταν ένας ατρόμητος εισαγγελέας, που δεν φοβήθηκε να τα βάλει με τα αφεντικά της Μαφίας στη Νέα Υόρκη. Κάποτε, τη δεκαετία του 1990, ήταν ένας σκληρός όσο και ικανός δήμαρχος της Νέας Υόρκης, που πιστώθηκε με μία βουτιά της εγκληματικότητας στην πόλη. Κάποτε, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, ήταν χάρη στην αποφασιστικότητα και την ενσυναίσθησή του ο «δήμαρχος της Αμερικής», το πρόσωπο της χρονιάς του περιοδικού «Time», ο Ιταλοαμερικανός από το Μπρούκλιν τον οποίο έχρισε τιμητικά ιππότη η βασίλισσα Ελισάβετ. Τώρα πια είναι περίγελος ολόκληρου του πλανήτη. Το πώς θα περάσει στην Ιστορία το έχει ήδη κρίνει ο θυμόσοφος λαός: τα στερνά τιμούν τα πρώτα.
Αν έπρεπε να απεικονίσει κάποιος την παρακμή του 76χρονου Ρούντι Τζουλιάνι σε τρεις μόνο πράξεις, δεν θα δυσκολευόταν να τις επιλέξει, τοποθετούνται άλλωστε μέσα σε μόλις έναν μήνα. Στην πρώτη πράξη, ο προσωπικός δικηγόρος του Τραμπ, που φέρεται να ζήτησε ημερομίσθιο 20.000 δολαρίων προκειμένου να ηγηθεί της δικαστικής (και όχι μόνο) μάχης κατά της νομιμότητας των προεδρικών εκλογών, κάνει (εν αγνοία του) μια cameo εμφάνιση στην τελευταία ταινία του Σάσα Μπάρον Κοέν. Πιο συγκεκριμένα, εμφανίζεται να παρασέρνεται σε χρόνο DT από τις κολακείες μιας υποτιθέμενης δημοσιογράφου από το Καζακστάν και καταλήγει ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με το χέρι να θωπεύει τα απόκρυφά του - αν και βέβαια στη συνέχεια υποστήριξε ότι απλώς έστρωνε το πουκάμισό του, και πως όλα αυτά είναι ένα «απόλυτο κατασκεύασμα».
Στη δεύτερη πράξη, στις 7 Νοεμβρίου, το πρώτο Σάββατο μετά τις εκλογές, ο Τζουλιάνι παραδίδει ένα μάθημα πολιτικής μπουρδολογίας, παίρνοντας το μικρόφωνο σε μια πολυδιαφημισμένη συνέντευξη Τύπου που είχε προαναγγελθεί για το πολυτελέστατο ξενοδοχείο Four Seasons της Φιλαδέλφειας, αλλά πραγματοποιήθηκε τελικά στον ακάλυπτο του Four Seasons Total Landscaping, ενός κέντρου κηπουρικής, ανάμεσα σε ένα σεξ σοπ και σε ένα αποτεφρωτήριο.
Στην τρίτη και τελευταία (μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον...) πράξη, στις 19 Νοεμβρίου, ο Τζουλιάνι συγκαλεί ακόμα μία συνέντευξη Τύπου, αυτή τη φορά σε μια μικρή αίθουσα, στην έδρα της Εθνικής Επιτροπής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, προκειμένου να αποκαλύψει τα «πολλαπλά μονοπάτια προς τη νίκη» που υποτίθεται ότι απομένουν στον Ντόναλντ Τραμπ. Και εκεί που έχει μπλέξει την Κίνα, την Κούβα, δύο προέδρους της Βενεζουέλας (ο ένας νεκρός), τους Antifa, τον Τζορτζ Σόρος, τον Μίκι Μάους και τον Τζο Πέσι στην ταινία «Το ξαδελφάκι μου ο Βίνι», εκεί που ιδρώνει και ξε-ιδρώνει, αρχίζουν να κυλούν μαύρα «ρυάκια» από τις φαβορίτες του, προφανώς από κάποια βαφή που δεν τοποθετήθηκε σωστά, ή δεν αντέχει στο νερό, ή δεν αντέχει τις παρανοϊκές θεωρίες συνωμοσίας. Οπως είπε και ο Τρέβορ Νόα στο Daily Show του, «όταν τα μαλλιά σου αρχίζουν να κλαίνε, καταλαβαίνεις πως η νομική στρατηγική σου είναι για τα μπάζα».
Υπάρχει ένα πριν και ένα μετά στη ζωή του Ρούντολφ Τζουλιάνι: τοποθετείται γύρω στο 2008, και το φιάσκο στο οποίο κατέληξε η προσπάθειά του να διεκδικήσει τότε το ρεπουμπλικανικό χρίσμα για την προεδρία. Το έχει πει και η τρίτη πρώην γυναίκα του, η Τζούντιθ Νέιθαν: «Για διάφορους λόγους που γνωρίζω ως σύζυγος και νοσοκόμα, έγινε ένας άλλος άνθρωπος». Ο Τζουλιάνι, ο γιος ενός ιταλού μετανάστη από την Τοσκάνη που εργάστηκε ως υδραυλικός, μπάρμαν και μπράβος του οργανωμένου εγκλήματος και έκανε φυλακή στο Σινγκ Σινγκ, είχε ήδη συμπληρώσει μια επταετία εκτός του δημαρχιακού θώκου της Νέας Υόρκης - τον οποίο κατείχε από τον Ιανουάριο του 1994 έως τον Δεκέμβριο του 2001. Στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου είχε γίνει κατά 30 εκατομμύρια δολάρια πλουσιότερος (χάρη στις συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρείχε ανά τον κόσμο και τις ομιλίες που έκανε), είχε αποκτήσει έξι σπίτια και είχε γίνει μέλος 11 country clubs. Στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες επικεντρώθηκε και μετά την αποτυχημένη διεκδίκηση του ρεπουμπλικανικού χρίσματος. Μέχρι που ρίχτηκε στην ίδια κούρσα ο Τραμπ, και ο Τζουλιάνι είδε προφανώς σε όλο αυτό μια ευκαιρία να επανεφεύρει εαυτόν.
Το έκανε, πράγματι, αλλά με τον πλέον εξευτελιστικό τρόπο. «Ενας από τους λόγους που κερδίσαμε είναι πως ο Ρούντι ήταν εκεί 24 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα. Ο Ρούντι ήταν πωρωμένος. Είναι σαν μελοασβός» έχει αποφανθεί ο Στιβ Μπάνον, άλλοτε επικεφαλής σύμβουλος του Τραμπ, αναφερόμενος στο πλέον επιθετικό θηλαστικό παγκοσμίως. Λένε πως μετεκλογικά ο Τζουλιάνι ήθελε το πόστο του υπουργού Εξωτερικών, περιορίστηκε ωστόσο στον ρόλο του «fixer» και πυροσβέστη του Τραμπ, του «πρώτου φίλου» - όπως τον έχει περιγράψει ο κυβερνήτης του Νιου Τζέρσι, Κρις Κρίστι. Από τον Απρίλιο του 2018 και εξής έγινε ο προσωπικός δικηγόρος του απερχόμενου (πια!) προέδρου των ΗΠΑ: αυτός ηγήθηκε της προσπάθειάς του να στήσει ένα σκάνδαλο πέριξ της οικογένειας Μπάιντεν στην Ουκρανία, που κατέληξε στο impeachment του Τραμπ. Ο Ρούντι είχε πάρει πια για τα καλά την κατηφόρα. Αλλά δεν τον νοιάζει: «Η στάση μου απέναντι στην υστεροφημία μου», είχε δηλώσει πέρυσι, «είναι: fuck it».