Το 2004, ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν ετοίμασε ένα σχέδιο για τη λύση του Κυπριακού. Η συγκυρία ήταν εξαιρετική. Η Κύπρος εντασσόταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ήταν μια ευρωπαϊκή λύση. Υπήρχε πρόνοια για επιστροφή εδαφών, επανεγκατάσταση διωγμένων στις οικίες τους, αποχώρηση στρατευμάτων (θα έμεναν μερικές εκατοντάδες Ελληνες, λίγο λιγότεροι Τούρκοι, όπως προβλεπόταν στη συνθήκη εγγυήσεων του 1960). Κυρίως, υπήρχε πολιτική δυναμική. Θα άνοιγε και η Αμμόχωστος.
Οι Τουρκοκύπριοι ενέκριναν το ψήφισμα. Αλλά οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν. Ο τότε πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος έλεγε ότι παρέλαβε κράτος, δεν θα παραδώσει κοινότητα και το ΑΚΕΛ, που πήρε θέση υπέρ του «Οχι», ισχυρίστηκε ότι το έκανε για να κερδηθεί χρόνος και να «τσιμεντωθεί» η λύση. «Τσιμεντώθηκε» η εκκρεμότητα. Και συνέχισε να τσιμεντώνεται – τελευταία ευκαιρία ήταν το 2017.
Χθες, ο Ερντογάν ουσιαστικά παρήλασε στην κλειστή Αμμόχωστο, την οποία χρησιμοποίησε ως προπαγανδιστικό τρόπαιο της ισχύος του. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, όπως αναμενόταν, έκλαιγε και καταριόταν. «Πρόκληση», «οργή», «αγανάκτηση» ήταν οι λέξεις που κυριάρχησαν – εκφέρονταν από εκείνους που δεν είδαν, δεν άκουσαν, που περίμεναν μια καλύτερη λύση. Από εκείνους δηλαδή που ευθύνονται για την εξέλιξη. Οκτώ φορές είχαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην Αμμόχωστο. Περίμεναν όμως μια άλλη λύση, καλύτερη. Ηρθε – και ήταν η επιβεβαίωση της ήττας.







