Ημουνα 12 χρονών; Κάτι τέτοιο... όταν μια φίλη μου με πήγε στο χωριό της στην Αγ. Ελένη Σερρών. Ανήμερα Κωνσταντίνου και Ελένης για τη γιορτή. Εμείς μέναμε μέσα στην πόλη - εκεί γεννήθηκα - αλλά το χωριό, οι μυρωδιές του αγρού, του καθαρού αέρα, της κοπριάς, μου ήταν κάτι πολύ γνωστό - πηγαίναμε πολύ συχνά στην εξοχή.
Μπήκαμε στον κήπο... με μια μικρή ντροπή εγώ για τους άγνωστους ανθρώπους. Oλα αυτά τα χωριάτικα και ελληνικά μέσα στο σπίτι, η τάξη, να μπαίνεις χωρίς παπούτσια, να τρως κουλουράκι με πορτοκαλάδα, να τρως και δυο-τρία πράγματα ακόμη παρ' όλο που δεν θες, τα πρόσωπα των γονιών της μαυρισμένα από τον ήλιο στα χωράφια, με ρυτίδες βαθιές αν και νέοι άνθρωποι, τα σεμεδάκια, τα χαλάκια, τα κεντήματα σε κάδρο. Oλα νοικοκυρεμένα όπως λένε.
Κάτι λίγα λόγια είπαμε. Πιο πολύ μουγκαμάρα, ειδικά ο πατέρας, κρυφά κι αβάσταχτα θυμωμένος μου φάνηκε. Και κάπου εκεί... ακούστηκε το νταούλι... έξω απ' το δρόμο... ο αέρας μέσα στο σπίτι σαν να ταράχτηκε, ο πατέρας της κάπου κουνήθηκε να πάει, η μάνα της ανακάθισε στην καρέκλα σαν να σφίχτηκε, μουγκά και πάλι.
Παλιά, μου είπε η φίλη μου ο μπαμπάς δεν την άφηνε να πάει, ούτε και τώρα την αφήνει, αλλά παλιά καθόλου, κι εκείνη υπάκουσε να μην ξαναπάει... αλλά ήρθε μια χρονιά η γιορτή, και πέρασε απ' έξω η πομπή με τα όργανα, κι η μάνα μου πετάχτηκε όπως ήταν με τις παντόφλες. Ακολούθησε δεν άντεξε, την σήκωσε ο αέρας... Η μάνα της ήταν αναστενάρισσα.
Ξεκινήσαμε να πάμε κι εμείς... να μου δείξει. Είχα ακούσει κάτι, είχα και τη μεγάλη παιδική περιέργεια. Ακολουθήσαμε την πομπή, την περιφορά των εικόνων στο χωριό, το νταούλι με χτύπησε από την αρχή μέσα στην κοιλιά μου, σαν τα τοιχώματα του οργάνου να ήταν τα τοιχώματά της. Το νταούλι, η γκάιντα, η λύρα, με παίρνανε μέσα στον ήχο τους, είχαν αλλάξει ρυθμό, και οι άνθρωποι της πομπής πιο ζωηροί τώρα. Οι εικόνες στα χέρια τους, με χερούλια, με φλουριά, μου φάνηκε σαν να μην έπρεπε... Και γυρίσαμε έτσι νομίζω τον μισό γύρο του χωριού. Και μπήκαμε στο κονάκι. Οχι εμείς, κι όσοι ήταν μόνο θεατές, δεν χωράγαμε. Στεκόμασταν ακριβώς απ' έξω στο παράθυρο - αλλά σαν να ήμασταν μέσα ήταν. Οι αναστενάρηδες άνθρωποι του χωριού, συνηθισμένα πρόσωπα, κάποια ήρεμα πολύ, κάποια πιο δεσποτικά, πιο άγρια, αχαρακτήριστα. Πολλές εικόνες, κεριά, μαντίλια. Κατάνυξη; Οχι. Κάτι πιο πυκνό, βαρύ, μια ευλάβεια άλλη. Τα όργανα δεν είχαν σταματήσει ούτε στιγμή, η γκάιντα, η λύρα στέλνανε ήχο δυνατό πάνω στους τοίχους, τον χτυπούσανε. Το μικρό δωμάτιο μεγάλωνε, το νταούλι χτυπούσε πάντα μέσα στην κοιλιά μου, το μικρό κορίτσι που ήμουν είχε διασταλεί. Ενας ένας σηκώνονταν οι χορευτές - κάτι τους σήκωνε - παίρναν την ευχή, μικρές κραυγές, χόρευαν όλοι τώρα, ήθελα σαν τρελή να πηδήξω μέσα, ένα χέρι με κράτησε.
Αλλαξε τώρα ο σκοπός, το νταούλι ήταν πια θεόρατο, ένα ον από μόνο του, η λύρα έξυνε το μυαλό, το ξεφλούδιζε από τις σκέψεις, έμενε μόνο η διάνοια ανοιχτή, έτοιμη για να τη φυσήξει η γκάιντα να τη σηκώσει απ' το κεφάλι σου. Χόρευαν όλοι τώρα, ήταν πολλοί και το κονάκι μικρό, αλλά κανείς δεν σκόνταφτε πάνω στον άλλο, κανείς δεν εμποδιζόταν, ήταν όλοι μέσα σε μια αρμονία δική τους. Βαριά κι ελαφριά μαζί.
Ούτε κατάλαβα πώς φύγαμε όλοι από κει, μαζί με τους αναστενάρηδες και τους τουρίστες και τους οργανοπαίχτες, η μουσική δεν σταματούσε στιγμή, με πήρε και με σήκωσε η μουσική, κι έτσι σηκωτή με πήγε μέσα απ' το χωριό, ήταν αλλιώς τώρα το χωριό - είχε πια βραδιάσει. Μέχρι που φάνηκε στη στροφή η πλατεία, και μέσα στη νύχτα τα κόκκινα, κατακόκκινα κάρβουνα...
Ηταν διαφορετικά εκεί... πολύς κόσμος, πολλοί θεατές, φασαρία επιπόλαιη, παιδιά, πάγκοι με σουβλάκια, ένιωσα λίγη ντροπή, λίγο φόβο δεν ξέρω, κάτι μου προκαλούσε πάντως συστολή, το σώμα μου έγινε ξανά μικροσκοπικό, βρήκε το κανονικό του βάρος πάνω στο χώμα μέσα στα παπούτσια. Κατακάθισε... Μπήκα μπροστά μπροστά κι άνοιξα δυο μάτια μεγάλα να τα δω τουλάχιστον όλα.
Και όλα έγιναν... και κάποια στιγμή τελείωσαν... και φύγαν όπως ήρθαν οι αναστενάρηδες, για το κονάκι, να καθίσουν όλοι μαζί να μοιραστούν το ίδιο φαγητό να καταλαγιάσουν. Εμείς συνέχεια από πίσω τους! Oυρά. Ο υπόλοιπος κόσμος, οι τουρίστες σκόρπισαν, «τελείωσε το πανηγύρι».
Πήγα άλλη μια φορά στην Αγ. Ελένη ανήμερα της γιορτής, ενήλικη πια, έγιναν όλα όπως την πρώτη φορά, κι ένα χέρι με κράτησε πάλι - αντρικό αυτή τη φορά.
Συχνά-πυκνά λαχταρούσα, σχεδίαζα να βρεθώ στην Αγ. Ελένη να κάνω εκείνο που δεν έκανα μικρή. Ομως πάντα τελευταία στιγμή κάτι το ματαίωνε. Και δεν μ' άφηνε. Αλλά ακόμη και μέσα στο διαμέρισμα της Αθήνας, τόσο μακριά από τη λαμπερή γενέτειρά μου, όποτε η τηλεόραση έδειχνε κάτι για τα αναστενάρια, καθιστή δεν μπορούσα να μείνω... Οπως και να 'χει, ο δικός μου χορός επιδόθηκε αλλού.
Πολλά χρόνια αργότερα βρέθηκα σ' ένα μικρό εκκλησάκι, κι ένα χέρι... με τράβηξε αυτή τη φορά. Ενας παππούλης μου είπε «έλα να σου δείξω» και με πήγε στο καντήλι με το αναστάσιμο φως. Το «Ανέσπερον» μου είπε. Αυτό που καίει αλλά δεν καίγεσαι. Εφυγε κι έκατσα μόνη για λίγο μπροστά στις εικόνες. Θυμήθηκα της Αγ. Ελένης, με τα χερούλια και τα φλουριά να χορεύουν πάνω στα χέρια. Αυτές εδώ ήταν σταθερές, ακίνητες, ήταν ήσυχες. Κοιτούσα... ήταν χωρίς βάθος πεδίου, χωρίς προοπτική, η μορφή μόνο με το βλέμμα μπροστά. Πίσω της... ένας χρυσός τοίχος.
Εδώ δεν χρειαζόταν να βυθιστείς μέσα, όπως σ' έναν πίνακα ζωγραφικής για να τον καταλάβεις ή να τον αισθανθείς. Εδώ η κίνηση ήταν αντίστροφη. Η εικόνα ήταν εκεί για να καταλάβει εσένα. Το άνοιγμα, η προοπτική, ήταν προς τα έξω... προς αυτόν που την κοιτάει! Κι εγώ ήμουνα μέσα σ' αυτή την προοπτική. Την ζωντανή και κάθε στιγμή ανανεούμενη.
Η «Αγ. Ελένη» είναι για μένα η ευωδιαστή μνήμη μιας άνοιξης παλιάς. Η καινούργια μου άνοιξη έχει μίαν άλλη ευωδία ευγενικότερη, και φωτίστηκε όλη από εκείνη τη μικρή φλογίτσα με το αναστάσιμο φως, αυτό που ποτέ δεν βασιλεύει... από ένα «κάλλος αμήχανον... ». Και ο χορός μου - όταν μου δίδεται - κάθε βράδυ στη σκηνή. Πάνω σ' αυτό που σε καίει και δεν καίγεσαι.