Λένε πως η φωτογραφία φυλακίζει τη σκέψη σε μία και μόνο στιγμή. Εκείνη της φωτογράφισης. Μα δεν είναι αλήθεια. Κοιτάζοντας τη φωτογραφία με τους συμπατριώτες μου πάνω στα γαϊδούρια, άντρες και γυναίκες, όλοι με τα καλά τους, χίλιες παραστάσεις μού έρχονται στον νου. Βρισκόμαστε στα 1930. Πηγαίνουν στο πανηγύρι του Αποστόλου Ανδρέα, τη μεγάλη γιορτή της Κύπρου στις 30 Νοέμβρη. Στο ομώνυμο μοναστήρι, στο ανατολικότερο ακρωτήρι της Κύπρου, όπου εκεί έφταναν προσκυνητές απ’ όλα τα μέρη του νησιού. Είχαν να διανύσουν πενήντα χιλιόμετρα από το χωριό τους, τον Αγιο Ανδρόνικο Καρπασίας. Συνειρμοί με πάνε στα δικά μας πανηγύρια. Στη Μηλιά Αμμοχώστου, του Αγίου Επιφανίου 12 Μαΐου και των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας 9 Οκτωβρίου. Δεν ήταν αυτά μόνο εκκλησιαστικές γιορτές και προσκυνήματα. Ηταν η Ντίσνεϊλαντ των παιδιών. Ολες οι χαρές μικρών και μεγάλων. Ηταν ο τόπος ανταλλαγής σκέψεων και συλλογισμών. Ηταν το Facebook της εποχής, όπου πρόσωπο με πρόσωπο, κατά ομάδες οι άνθρωποι, συνδιαλέγονταν σε μια ατμόσφαιρα χαράς και ευτυχίας. Δεν ήταν εκεί τόπος απλά και μόνο εμπορικών συναλλαγών. Ηταν και εκθεσιακός χώρος έργων τέχνης. Οι κάθε λογής πραμάτειες είχανε μέσα την ψυχή των ανθρώπων που έρχονταν από μίλια μακριά. Ο τσαγκάρης που ολόχρονα τα δάχτυλά του δούλευαν το δέρμα άπλωνε στον πάγκο τα έργα των χειρών του κατά μέγεθος. Και διάλεγες λέγοντας απλά το νούμερό σου. Και για τα μικρά παιδιά που έμεναν στο σπίτι, μα και για εκείνα που μεγάλωναν κι άλλαζε το νούμερό τους, έφερνε ο πατέρας τους τον «άξαμο». Ηταν ο άξαμος ένα κομμάτι ξύλο πάνω στο οποίο είχε πατήσει το παιδί και σημάδευε ο πατέρας την άκρη του μεγάλου δαχτύλου και την άκρη της φτέρνας. Εκοβε έπειτα το ξύλο στα δύο σημεία. Το δοκίμαζε ο τσαγκάρης στα παπούτσια κι έβρισκε ακριβώς το κατάλληλο μέγεθος. Μήτε δοκιμές ούτε επιστροφές. Και ποτέ κανένα παράπονο. Και πλάι κρέμονταν τα δερμάτινα λουριά για κάρα και τραχηλιές για γαϊδούρια και άλογα. Καλοδουλεμένα όλα, να μην πονούν τα ζώα και υποφέρουν. Κι όλο το δέρμα στο χρώμα του μαύρου. Οπως κι οι ενδυμασίες των ανθρώπων της φωτογραφίας. Κατάλοιπο της τουρκοκρατίας, όπου τότε οι χριστιανοί μόνο μαύρα επιτρεπόταν να φοράνε. Για να ξεχωρίζουν στον δρόμο από τους τούρκους αφέντες, που ήταν ντυμένοι πάντα στα λευκά.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ