Η επιστήμη είναι σαφής: οι κορωνοϊοί ανιχνεύονται στο σάλιο και μπορεί να μεταδοθούν με αυτό. Πολλά νοσήματα που μεταδίδονται με σταγονίδια μεταδίδονται επίσης μέσω των βλεννογόνων. Δεν χρειάζεται λοιπόν πολύ μυαλό για να συμπεράνει κανείς ότι η μετάληψη αποτελεί αυτή τη χρονική περίοδο μια πρακτική υψηλού κινδύνου, τόσο γι’ αυτούς που τη λαμβάνουν όσο και για εκείνους που έρχονται σε επαφή μαζί τους. Και αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πίστη, αλλά αποκλειστικά με τη δημόσια υγεία.
Τις σχετικές συστάσεις προς το ποίμνιο, και ιδιαίτερα προς τους ηλικιωμένους και ευπαθείς, θα έπρεπε να τις κάνουν πρωτίστως οι ιερείς, όπως γίνεται στην Καθολική Εκκλησία. Αλλά εκείνοι έχουν ένα ελαφρυντικό, μπορεί πράγματι να πιστεύουν ότι η πίστη νικάει ακόμη και τους κορωνοϊούς. Αυτοί που δεν έχουν κανένα ελαφρυντικό είναι οι γιατροί και οι πολιτικοί. Οι πρώτοι δεν επιτρέπεται να υποστηρίζουν με το επιστημονικό τους βάρος απόψεις όπως ότι «τα άτομα που θέλουν να κοινωνήσουν δεν πρέπει να φοβούνται πως με τη θεία κοινωνία μπορεί να μεταδοθεί ποτέ μικρόβιο». Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να υποτάσσουν την επιστημονική αλήθεια στις προσωπικές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, όπως ορθώς επισημαίνει η Ομοσπονδία Νοσοκομειακών Γιατρών. Το ίδιο ισχύει και για τους δεύτερους, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των πολιτών για να αλιεύσουν οι ίδιοι μερικές ψήφους παραπάνω. Η δήλωση πως «όταν υπάρχει βαθιά πίστη, δεν φοβάσαι τη θεία κοινωνία» είναι αντιεπιστημονική. Ξεκάθαρα.







