Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Βασίλης Βαμβακάς
αναπληρωτής καθηγητής ΑΠΘ
Η ιστορία συνεχίζεται...
H αποτίμηση μιας τόσο πλούσιας και σύνθετης ιστορίας όπως αυτή του Mega, δεν είναι καθόλου εύκολη. Αλλωστε είναι μια ιστορία που παρά τα μεγάλα εμπόδια οικονομικής και πολιτικής φύσης, αρνείται να κλείσει και παράγει διαρκώς νέα επεισόδια... Στο επιστημονικό πεδίο οι δύο βασικοί όροι που κυριάρχησαν στη μελέτη και επεξήγηση των διαδραματιζομένων στην ιδιωτική ελληνική τηλεόραση, αυτός της «απορρύθμισης» και της «εμπορευματοποίησης», δεν επαρκούν για να περιγράψουν τις πολύπτυχες διαστάσεις ενός μέσου επικοινωνίας τόσο κομβικού για τη συμβολική και φαντασιακή τάξη της ύστερης μεταπολίτευσης.
Το Mega αποτέλεσε μια μεγάλη τομή στην οπτικοακουστική κουλτούρα της σύγχρονης Ελλάδας, όχι γιατί ήταν το πρώτο ιδιωτικό κανάλι που εξέπεμψε σπάζοντας πλήρως το μονοπώλιο της κρατικής τηλεόρασης αλλά και γιατί επέφερε ένα νέο επικοινωνιακό ήθος. Τόσο στην ενημέρωση με το σπάσιμο της μονόχνωτα προπαγανδιστικής και σοβαροφανούς πληροφόρησης που επέλεγε η δημόσια τηλεόραση επί δεκαετίες, όσο και στην ψυχαγωγία με μια πληθώρα προγραμμάτων που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στο τηλεοπτικό κοινό και εισήγαγαν ιδίως τη μυθοπλαστική τηλεόραση σε μια εντελώς διαφορετική εποχή με πολλαπλό όφελος και για τις άλλες μορφές τέχνης (θέατρο, κινηματογράφος, μουσική).
Το Μega αποτέλεσε από την αρχή της λειτουργίας του μια πολύ ενδιαφέρουσα προσαρμογή ξένων (αμερικανικών και ευρωπαϊκών) κανόνων τηλεοπτικής παραγωγής στην ελληνική πραγματικότητα, προσπαθώντας πολλές φορές να περπατήσει σε μια μέση οδό ανάμεσα σε πολλαπλές επιρροές και τάσεις της τηλεοπτικής έκρηξης που σημειώθηκε στη δεκαετία του '90. Γιατί το Mega αποτέλεσε ίσως το πιο ενδεικτικό μέσο της αμφιταλάντευσης του δημόσιου βίου από το 1989 και ύστερα ανάμεσα σε αντίρροπες δυνάμεις της εποχής: πλουραλισμός και παραταξιακός ανταγωνισμός στην πληροφόρηση, δραματοποίηση και ερευνητική δημοσιογραφία, τυποποίηση και καινοτομία σε ψυχαγωγικούς όρους, σύγχυση της ενημερωδιασκέδασης και δημιουργική ανανέωση του τηλεοπτικού περιεχομένου.
Είναι γεγονός ότι το Mega - όπως και οι ανταγωνιστές του - πολλές φορές υπέπεσε στο αμάρτημα της ευκολίας, της ανακύκλωσης προϊόντων και προσώπων, στην εμπέδωση μιας εθνικολαϊκιστικής αντίληψης των πραγμάτων (ειδικά στην αρχή της οικονομικής κρίσης). Ομως αυτές οι στιγμές του, όσες πολλές και αν ήταν, δεν σφράγισαν τη φυσιογνωμία του σταθμού, που παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό τόσο ο πιο αξιόπιστος σε θέματα ενημέρωσης όσο και ο πιο νεωτερικός σε θέματα ψυχαγωγίας. Η νοσταλγία που προκλήθηκε όταν σταμάτησε οριστικά το σήμα του, είναι ενδεικτική της πραγματικής του αξίας.
Η κατηγορία της «διαπλοκής» που υφάνθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του '90 με όλο και περισσότερη ένταση, υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό το κύρος του σταθμού. Το γεγονός ότι αποτέλεσε για σχεδόν τρεις δεκαετίες το σημείο αναφοράς, έθετε την ημερήσια ενημερωτική ατζέντα και δημιουργούσε τις δημοφιλέστερες των ελληνικών σειρών, άρχισε να υποτιμάται και να στιγματίζεται. Η θεωρία συνωμοσίας που κυριάρχησε για τη συνέργεια πολιτικού και μιντιακού-επιχειρηματικού συστήματος, άρχισε όλο και περισσότερο να ταυτίζεται με το Mega και όσους βρίσκονταν πίσω και μπροστά από τις κάμερές του. Μια θεωρία που όχι μόνο απέτρεψε από το να ιδωθούν οι πραγματικές επιχειρηματικές αδυναμίες και υπαρκτά ενημερωτικά προβλήματα του σταθμού, αλλά και στοχοποίησε πολιτικά ένα τηλεοπτικό μέσο ως βασικό εκπρόσωπο του «συστήματος» που έφερε τη χώρα στη χρεωκοπία και τα Μνημόνια. Από τα στελέχη της Χρυσής Αυγής που ουρούσαν έξω από το κτίριο του σταθμού, μέχρι το εμπάργκο από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να συμμετέχουν στις ενημερωτικές εκπομπές, το Mega αποτέλεσε το εύκολο θύμα ενός επιδεικτικού και όπως αποδείχτηκε προσχηματικού αντισυστημισμού.
Η διάσωση και επαναλειτουργία του στίγματος του Mega, είναι πρωτίστως μια νίκη της ελευθερίας του λόγου και της σύγχρονης συλλογικής μνήμης. Είναι άλλωστε κάτι που σε μεγάλο βαθμό προσπάθησαν νέα και παλιά κανάλια να καρπωθούν εξαιτίας της μη λειτουργίας του. Η ευθύνη όσων ξαναζωντανέψουν το σημαντικό αυτό brand είναι μεγάλη έτσι ώστε να το απαλλάξουν οριστικά από προβληματικές λογικές του παρελθόντος και να το φέρουν και πάλι στη θέση του πιο πιστού καθρέφτη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας: της αμφίθυμης αλλά τελικά δημοκρατικής, ανοιχτής και δημιουργικής Ελλάδας.