Στην Πλατεία Βικτωρίας μπορείς ακόμη να δεις εβδομηντάρηδες με τα χαρακτηριστικά δερμάτινα τσαντάκια υπό μάλης. Η πλατεία δεν έχει πια κάτι απ’ την παλιά αστικότητα ή προφορικότητα του μεταπολεμικού παρελθόντος, έχει όμως ανθρώπους που διαμένουν εδώ από άποψη. «Μένω στη Βικτώρια πάντα εκ πεποιθήσεως» μου είπε στο τηλέφωνο ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος και συναντηθήκαμε στο Café de Poetes, υπό το άγρυπνο βλέμμα μεγάλων ελλήνων ποιητών του 20ού αιώνα που μοστράρουν σε κάδρα στον τοίχο του καφέ. Ο βραβευμένος ποιητής – δύο φορές έχει αποσπάσει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης – με τα ζωηρά μάτια και την αργή, καθαρή εκφορά λόγου, εξέχον μέλος της γενιάς του ’70, ζυμωμένος και διαμορφωμένος στην πνευματική κίνηση των Αθηνών, μετά το ’65, με σπάνια ευαισθησία, μέλος μιας ανιδιοτελούς Αριστεράς και ακριβής στις μνήμες και στις θέσεις του, μας μιλάει εφ’ όλης της ύλης. Για τα πρώτα του βήματα στην ποίηση, την πατρίδα του τη Μεσσήνη, τους μεγάλους ποιητές που συναναστράφηκε, τους μικρούς εκδοτικούς οίκους που ξεμύτιζαν μέσα στη χούντα και θεμελίωναν τα ρεύματα των μετέπειτα ιδεών και γραμμάτων. Τις φιλίες, τα ρεμπέτικα, την ΑΕΚ. Ο ίδιος έχει πει στον Βασίλη Καλαμαρά παλιότερα πως «οι ποιητές είναι τα πιο έρημα παιδιά της φωταψίας. Νεκροταφεία είναι, τα οποία έχουν όμως μια τέλεια, μια πάρα πολύ επιτυχημένη ηλεκτρική εγκατάσταση, που σε ξεγελάει». Ποιητές είναι, θα συμπληρώναμε – μετά τη συνάντηση μαζί του -, το είδος του συλλογικού παρηγορητή και εντομολόγου που εκπροσωπεί ο Μαρκόπουλος. Για τη συνομιλία μας βοηθήθηκα πολύ από το εξαιρετικό δοκίμιο του Θεοδόση Πυλαρινού «Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο» (εκδ. Εκάτη).

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ