Η τελευταία εβδομάδα πριν από τις εθνικές εκλογές θα φέρει όχι μόνο την προεκλογική κορύφωση αλλά και βαριά, όσο και αχρείαστη, αναταραχή στον χώρο της Δικαιοσύνης. Τη δημιούργησε, πεισματικά και αδόκιμα, η παρούσα κυβέρνηση, θα τη λύσει, ελπίζουμε ψύχραιμα και πειστικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η επόμενη κυβέρνηση. Αλλά, στο μεταξύ, θα έχει πληγεί και το κύρος των θεσμών και η καριέρα ανώτατων δικαστικών λειτουργών και η εμπιστοσύνη του κοινωνικού σώματος στη Δικαιοσύνη. Πιο δηλητηριασμένο αναμνηστικό δεν θα μπορούσε να μας αφήσει η απερχόμενη κυβέρνηση.  Στις 30 Ιουνίου έληξε η περίοδος κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε καν δίλημμα για το αν θα υπέγραφε το νομοθετικό διάταγμα για τον διορισμό των επιλεγέντων από το υπουργικό συμβούλιο προέδρου και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (αλλά και 2 αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, των οποίων η τύχη δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί). Ασχέτως του αν η επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων, σε περίοδο που είχε αναγγελθεί η παραίτηση της κυβέρνησης και η διενέργεια εθνικών εκλογών, ήταν παράνομη – κάτι το οποίο υποστήριξε η πλειοψηφία των ελλήνων συνταγματολόγων και ερμηνευτικά στηρίζει η λογική του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, στο οποίο δεν νοείται κυβέρνηση που έχει οικειοθελώς απολέσει τη λαϊκή νομιμοποίηση να δεσμεύει με απόφασή της τη διάδοχό της για σημαντικό θεσμικό ζήτημα -, ήταν πάντως σίγουρα άκαιρη, αφού η θητεία των απερχομένων δικαστών έληγε χθες. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε καταστήσει σαφές, βασιζόμενος και σε αντίστοιχη δική του ενέργεια σε παρόμοια περίπτωση, ότι δεν θα υπέγραφε πριν από τις 30 Ιουνίου. Το τι θα κάνει από την 1η έως τις 6 Ιουλίου είναι νέο ζήτημα, αλλά και πάλι τα θεσμικά και τα πολιτικά δεδομένα βαραίνουν – χωρίς μάλιστα να είναι εύκολο να πει κανείς ποια θα βαρύνουν περισσότερο – υπέρ της μη προσυπογραφής: μη δέσμια ως προς τον χρόνο αρμοδιότητα, ελάχιστος χρόνος από σήμερα ως τις εκλογές, υπερβολική βιασύνη και επιμονή απερχόμενης κυβέρνησης, αυξημένη πιθανότητα κυβερνητικής αλλαγής. Ο τρόπος που θα εκδηλωθεί νομικά ενδεχόμενη αρνητική απόφαση του Προέδρου είναι είτε διά αναπομπής του διατάγματος, είτε διά της πολύ πιο αναίμακτης σιωπηρής απόρριψης. Ο,τι πάντως και να αποφασίσει ο Πρόεδρος δεν μπορεί να προσβληθεί δικαστικά («κυβερνητική πράξη»).

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ