Συνολικά 571.000 άτομα στον ιδιωτικό τομέα αμείβονταν πέρυσι με μισθό μικρότερο των 500 ευρώ, ενώ 251.000 άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω από 250 ευρώ.
Αυτό προκύπτει από την Ετήσια Εκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και απασχόληση. Ενδεικτικά, η ΓΣΕΕ στην ανακοίνωσή της αναφέρεται στα εξής ευρήματα:
n Το 2018 ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας συνέχισε τη σταθερή θετική του πορεία. Ωστόσο, παρατηρείται μια συνεχόμενη δυναμική απόκλισης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και τα κράτη-μέλη της νότιας περιφέρειάς της.
n Η χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών είναι ιδιαίτερα εύθραυστη λόγω αρνητικών νέων αποταμιεύσεων και χαμηλού επιπέδου εισοδημάτων σε σχέση με τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Δεδομένης της εξάρτησης της δυναμικής της οικονομίας από την εγχώρια κατανάλωση, η χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών περιορίζει τις προσδοκίες αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.
n Το χρηματικό κόστος από την απώλεια μιας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε κατά το 2018 σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία. Το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας αποτυπώνει τις αδυναμίες της κοινωνικής πολιτικής και την περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας στην Ελλάδα.
n Από το 2014 και μετά οι δείκτες φτώχειας και οικονομικής ανισότητας σημειώνουν βελτίωση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζει σταθερή υποχώρηση επί τρία συναπτά, από 36% το 2014 σε 34,8% το 2017.
n Οι εμπειρικές εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν την πάγια θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ότι οι ασκούμενες πολιτικές των ΠΟΠ δεν ενεργοποίησαν διαρθρωτικούς και τεχνολογικούς μετασχηματισμούς που να συμβάλουν στην ουσιαστική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος. Αντιθέτως, η συμπίεση του μισθολογικού κόστους και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ευνόησαν την ανάπτυξη δραστηριοτήτων χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου.







