Το ραντεβού με τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο ήταν στο σπίτι του. Από εκεί θα πηγαίναμε σε μια ψαροταβέρνα που έχει «ανακαλύψει» στη γειτονιά του. Ο χώρος υποδοχής στο διαμέρισμά του γεμάτος βιβλία, λογοτεχνικά περιοδικά, αποκόμματα εφημερίδων, άλμπουμ, αφίσες από εκδηλώσεις και συνέδρια. Στις βιβλιοθήκες, στα τραπέζια, στους καναπέδες, στις καρέκλες. Μία εξαιρετικά τακτοποιημένη ακαταστασία. Σε ένα ράφι οι μεταφράσεις των έργων του στα γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ρωσικά, ρουμάνικα, σέρβικα, αλβανικά. Ωστόσο η ατμόσφαιρα έχει κάτι το ανάλαφρο, όπως άλλωστε κι ο ίδιος. Αυτό που οι παλιοί έλεγαν «αλαφροΐσκιωτο». Ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ μού δείχνει, σε μία οικογενειακή φωτογραφία της δεκαετίας του 1920, ένα βάζο. Το ίδιο που βρίσκεται τώρα δίπλα στον καναπέ. Αυτή η συνέχεια από γενιά σε γενιά, η κομψότατη μητέρα του που βλέπω στις φωτογραφίες, το καλοντυμένο πιτσιρίκι που χαζεύω στα παιδικά του ενσταντανέ, μαρτυρούν την αστική καταγωγή του. «Ημασταν citadines» μού επισημαίνει. «Δηλαδή, άνθρωποι της πόλης. Οχι bourgeois που έχει ταξική χροιά».  Πριν φύγουμε, φοράει πάνω από την γκαμπαρντίνα του ένα κόκκινο κασκόλ. Είναι χαρακτηριστική η αδυναμία του στα χρώματα. «Δεν μπορώ να φοράω μαύρα. Νομίζω ότι είμαι «κοράκι»».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ