Η Συμφωνία των Πρεσπών κρίνεται και θα κριθεί σε πολιτικό και ψυχικό επίπεδο. Αμφότερα έχουν συγκυριακή και ιστορική διάσταση και χαρακτηρίζονται από απουσία προοπτικής κι ελπίδας.

Το πολιτικό επίπεδο βραχυπρόθεσμα συνδέεται με το κατά πόσον η «λύση» που συμφωνήθηκε στις Πρέσπες, ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο των Σκοπίων και εισάγεται αυτή τη βδομάδα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, θα ολοκληρωθεί όπως σχεδιάστηκε και θα πιστωθεί ή όχι ως ελληνική, εθνική και κυβερνητική, επιτυχία. Επιτυχία που στον μακρό χρόνο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον η χώρα μας θα απελευθερώσει δυνάμεις, θα οικοδομήσει  καλύτερες και ειλικρινέστερες σχέσεις στη γειτονιά της και διεθνώς, θα σταθεί στα πόδια της. Το πολιτικό στοίχημα συνδέεται στενότερα με τη Συμφωνία καθεαυτή κι έχει πολλές πιθανότητες να κερδηθεί συγκυριακά, αφού, παρά το χθεσινό συλλαλητήριο, η Συμφωνία μάλλον θα περάσει και, ούτως ή άλλως, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να στηρίξει πάνω της όλο το νέο της «αφήγημα» στην τελική ευθεία προς τις κάλπες. Είναι όμως αμφίβολο αν έχει τις ρίζες που θα του εξασφάλιζαν και την ιστορική δικαίωση.

Στο ψυχικό επίπεδο, τα πράγματα είναι δυστυχώς καθαρότερα: το στοίχημα της ενότητας και του γυρίσματος της σελίδας με μια επιτυχία ή έστω μια εξέλιξη που θα συσπείρωνε πολιτικό σύστημα και κοινωνία και θα έδινε δυνάμεις στον αγώνα για την ανάκαμψη μιας γονατισμένης χώρας, το κρίσιμο αυτό, αλλά και μόνο πραγματικά εθνικό στοίχημα χάθηκε ήδη οριστικά. Η Συμφωνία των Πρεσπών έτσι όπως έγινε η διαπραγμάτευσή της, έτσι όπως επιχειρήθηκε να «σερβιριστεί» από την κυβέρνηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας – με διπλή γλώσσα κατά την πάγια συνήθειά της – κι έτσι όπως θα ψηφιστεί, αν τελικά ψηφιστεί, φέρνει διχασμό αντί για ενότητα, στη χειρότερη δυνατή στιγμή.

Οποιος έχει επίγνωση της πραγματικότητας αντιλαμβάνεται πως, σε ένα τέτοιο και έτσι φορτισμένο ζήτημα, ο κίνδυνος να εξοκείλουμε συλλογικά από την ψυχραιμία και τη λογική και να αφεθούμε έρμαια του μυθοποιημένου μας «συναισθήματος» ήταν εγγενής και σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτος. Πιστεύω όμως ότι η κυβέρνηση με τις επιλογές και τους χειρισμούς της, τον λόγο και τις μεθοδεύσεις της έβαλε – και το χειρότερο: συνειδητά – πετρέλαιο στη φωτιά του διχασμού που πάντα σιγοκαίει στην Ελλάδα, που υποδαύλισε η ίδια με τη στάση της σε πλείστα ζητήματα σε όλη τη διάρκεια της θητείας της και που άφησε να θεριέψει τις τελευταίες εβδομάδες.

Η τύχη της μεταμνημονιακής Ελλάδας θα κριθεί στο εσωτερικό μέτωπο, οικονομικό, κοινωνικό και νοοτροπιακά, και διόλου σε σχέση με τα Σκόπια. Η επιλογή, συνεπώς, η Συμφωνία των Πρεσπών να καταστεί όχι μόνο το «άγιο δισκοπότηρο» της κυβέρνησης, κατά την έκφραση όψιμου υποστηρικτή της, αλλά και το βασικό κριτήριο διάκρισης των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών σε «προοδευτικούς» και «οπισθοδρομικούς», είναι, για να παραφράσω τη ρήση άλλου όψιμου υποστηρικτή, κάτι χειρότερο από πολιτικό λάθος, έγκλημα σε βάρος των αναγκών της χώρας. Η σύνδεση ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και ψήφισης της Συμφωνίας, στη συνέχεια, με τη διάλυση κάθε κοινοβουλευτικής δεοντολογίας και δυνατότητας συνεννόησης, καθώς και η άρνηση να γίνει, ακόμα και την ύστατη ώρα, το παραμικρό βήμα λείανσης των εντάσεων που γεννούν οι δικαιολογημένες ή ακόμα κι οι υπερβολικές αντιδράσεις στη Συμφωνία, ολοκλήρωσαν τον κύκλο της πόλωσης και πέτυχαν στην πράξη εκείνο που θεωρητικά ήθελε να αποφύγει η κυβέρνηση: την επικράτηση του εκατέρωθεν φανατισμού επί του γενικού συμφέροντος.

Μυστικοπάθεια, εργαλειοποίηση, πείσμα κι αποκοπή από ένα – έστω μη απόλυτα αντιπροσωπευτικό του μέσου πολίτη – λαϊκό αίσθημα μετέφεραν τη Συμφωνία πρώτα από το διπλωματικό πεδίο στον χώρο του ορμέμφυτου κι ύστερα από την αντιπαράθεση επιχειρημάτων στη σύγκρουση δυο κόσμων. Οπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις – το έχουμε δει σε όλες τις κρίσιμες ώρες της ελληνικής Ιστορίας -, οι δυο κόσμοι μπορεί ώς χθες να μην ήξεραν καν ότι ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν. Αλλά δυστυχώς το γεγονός ότι ο διχασμός είναι τεχνητός, δεν σημαίνει ότι δεν θα είναι και βαθύς και διαρκής και υπονομευτικός.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος