Η θύελλα για την υπουργοποίηση του Ευάγγελου Αποστολάκη επισκίασε τις κυβερνητικές δηλώσεις για την προτεραιότητα της Ανατολικής Μεσογείου ως κέντρου βάρους της ελληνικής ασφάλειας. Το θέμα επανήλθε με αφορμή σχεδιαζόμενη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού, πιθανόν και του νέου υπουργού Εθνικής Αμυνας, στην Τουρκία στις αρχές Φεβρουαρίου.

Καθώς τα βλέμματα είναι στραμμένα στην επικείμενη άφιξη της Συμφωνίας των Πρεσπών στην ελληνική Βουλή, είναι εύκολη η ερμηνεία της εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης: εκτρέπεται η προσοχή από το διχαστικό Μακεδονικό και καλλιεργείται ανάγκη συσπείρωσης προς όφελος της κυβέρνησης. Ωστόσο, τα ελληνοτουρκικά ζητήματα παραείναι σοβαρά για τέτοια χρήση. Ιδίως όταν επικρατεί πολιτική ρευστότητα με οριακή, πολύχρωμη κυβερνητική πλειοψηφία σε μια χρονιά πολλαπλών εκλογών. Μπορεί να αποβεί έως διπλωματικά επικίνδυνο, όπως έδειξαν οι ανωμαλίες της επίσκεψης Ερντογάν στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2017.

Μια ελληνική επίσκεψη στην Τουρκία προφανώς δεν θα αποτελέσει ανταπόδοση αβροφροσύνης. Η άγραφη «ατζέντα» είναι φορτωμένη και φορτισμένη. Η επιλογή Αποστολάκη θεωρητικά μειώνει τον κίνδυνο «ατυχήματος» λόγω καλύτερης επικοινωνίας με τον τούρκο ομόλογό του Χουλουσί Ακάρ, επίσης πρώην Α/ΓΕΕΘΑ της Τουρκίας. Αλλά δεν αρκεί. Ιδίως εν μέσω γεωπολιτικών ανακατατάξεων στη Συρία και τη Μέση Ανατολή.

Διαπιστώνοντας μικρές αποδόσεις από την ηγεμονική πολιτική της στη Μέση Ανατολή, η Τουρκία σπεύδει να ενισχύσει τον μεσογειακό της ρόλο. Το δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας» κωδικοποιεί την προσπάθεια στρατηγικής της ενίσχυσης σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Πρόσφατη εφαρμογή αποτελεί η δέσμευση θαλάσσιων περιοχών με κύριο στόχο το Καστελλόριζο και με εργαλεία προκλητικούς χάρτες, υπερπτήσεις και «συμμαχικές στρατιωτικές ασκήσεις». Είναι η απάντηση στην ανάπτυξη της κυπριακής ΑΟΖ βάσει της συνεργασίας Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου – Ισραήλ που ενοχλεί ιδιαίτερα την Τουρκία, αφενός για τα ενεργειακά και γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα που υπόσχεται στην Ελλάδα και την Κύπρο, αφετέρου για την αμερικανική στήριξη που απολαμβάνει. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Αγκυρα απαιτεί συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στις εξορύξεις της Κύπρου συνδέοντάς τες με το Κυπριακό.

Φαντάζει άκαιρη η ανακίνηση του Κυπριακού τον Φεβρουάριο. Αλλά η συγκυρία ταιριάζει στις ενεργειακές εξελίξεις. Τότε αναμένονται τα πορίσματα από τις εξορύξεις στο οικόπεδο 10 της κυπριακής ΑΟΖ. Παρά τη συγκρατημένη αισιοδοξία, η ενεργειακή αναβάθμιση της Κύπρου εντάσσεται στον ευρύτερο «πόλεμο των αγωγών» για τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης. Η Τουρκία υπολόγιζε να αποτελέσει βασικό κόμβο μεταφοράς ενεργειακών πόρων τόσο από την περιοχή της Κασπίας όσο και από τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η προοπτική αυτή μειώνεται ενόψει της κατασκευής του EastMed για τη μεταφορά ενέργειας από το Ισραήλ και την Κύπρο διαμέσου Ελλάδας και Ιταλίας. Ο EastMed υποστηρίζεται και από τις ΗΠΑ έναντι του Nord Stream 2 που ενισχύει την εξάρτηση από τη Ρωσία και προκαλεί τριβές μεταξύ ΗΠΑ – Γερμανίας.

Το παραδοσιακό πακέτο που προβάλλει η Αγκυρα («γκρίζες ζώνες», casus belli για την αιγιαλίτιδα κ.λπ.) δίνει διμερή εικόνα στα ελληνοτουρκικά. Μια διμερής συνάντηση κορυφής πιθανόν αποσκοπεί να την συγκρατήσει, όσο η Ελλάδα ταλανίζεται από το Μακεδονικό. Η στόχευση αυτή είναι, όμως, προσωρινή. Ούτε η ελληνική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο επιτρέπει εφησυχασμό. Eχει προσθέσει σημαντικούς παίκτες και παραμέτρους που δεν μπορεί να επηρεάσει ή να απειλήσει εύκολα η Τουρκία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα προσπαθήσει όταν βλέπει εύθραυστη ισορροπία στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Η Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και σύμβουλος Εξωτερικής Πολιτικής του προέδρου της ΝΔ