Μπορεί να δει πάντα κανείς μια συζήτηση στη Βουλή σαν ένα ξαναζεσταμένο πιάτο που στο τέλος γίνεται άνοστο ακριβώς επειδή έχει καταναλωθεί πολλές φορές. Από μια άποψη, η χθεσινοβραδινή συζήτηση ήταν ένα τέτοιο πιάτο. Από μια άλλη, το μάλλον υποτονικό τέλος της συζήτησης δεν δικαίωσε την εξαιρετικά έντονη αρχή. Αλλά από μια τρίτη, κάθε συζήτηση προσφέρεται για πολιτική σημειολογία. Πόσες φορές, ας πούμε, ο Αλέξης Τσίπρας απευθύνθηκε προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη; Πόσες φορές αναφέρθηκε στον πρόεδρο της ΝΔ ονομαστικά ο Πρωθυπουργός μετατρέποντας τη συζήτηση σε ένα ιδιότυπο ντιμπέιτ βγαλμένο από τα βάθη του δικομματισμού;

Πολλές, είναι η απάντηση, ενδεχομένως πάνω από είκοσι, μπορεί και τριάντα. Και σε αυτό το μεγάλο πλήθος αποτυπώνεται μια στρατηγική, η οποία μετουσιώθηκε σε μια πραγματική πρόσκληση για ένα κανονικό τηλεοπτικό ντιμπέιτ με δημοσιογράφους να ρωτούν και τους δυο να απαντούν βασικά για τη συμφωνία των Πρεσπών – και μάλλον και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει. Αυτός δεν είναι παρά ένας Τσίπρας που μιλά με την πεποίθηση ότι γράφει καλύτερα στο γυαλί. Ενας Τσίπρας που πιστεύει ότι γνωρίζει τόσο καλά την τέχνη της επικοινωνίας ώστε να νουθετεί σαν έμπειρος επικοινωνιολόγος τον αντίπαλό του – γιατί τόση νευρικότητα, γιατί τόσο κακοί σύμβουλοι, γιατί αυτό ή εκείνο το λάθος.

Ο Μητσοτάκης. Αυτό δεν είναι ακριβώς πολιτική. Είναι όμως ένα κάποιο χαρτί απέναντι σε έναν Μητσοτάκη που απλώς επανέλαβε τον εαυτό του – ή μάλλον εκείνον τον εαυτό που κατασκεύασε για τις μονομαχίες του με έναν δημαγωγό αντίπαλο, ο οποίος μπορεί με το ίδιο ύφος και την ίδια άνεση να υποστηρίξει κάτι και το ακριβώς αντίθετό του. Με άλλα λόγια, ακόμη κι όταν ο Τσίπρας δεν έχει επιχειρήματα, έχει ύφος. Κι ακόμη κι όταν ο Μητσοτάκης έχει όλα τα δίκια του κόσμου, εκείνος ο κατασκευασμένος εαυτός που επιστρατεύει καμιά φορά μπορεί να τον κάνει να το χάσει.

Η Γεννηματά. Το σκηνικό δεν είναι καινούργιο, έχει ξαναστηθεί. Είναι ένα σκηνικό δικομματικής μονομαχίας και εξηγεί γιατί η Φώφη Γεννηματά επιχείρησε να μπει σφήνα στο τέλος ζητώντας τον λόγο, έστω και εκείνο το ένα λεπτό που είχε δικαίωμα στην κοινοβουλευτική διασημότητα. Οχι πως η Γεννηματά δεν είχε κάνει αισθητή την παρουσία της στη δευτερολογία της. Το αίτημα για εκλογές που υπογράφουν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχε διατυπωθεί ποτέ τόσο ευθαρσώς όσο χθες από την επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης: «Ορίστε ημερομηνία εκλογών» είπε απευθυνόμενη προς τον Αλέξη Τσίπρα και η προστακτική έχει τη σημασία της. Ενδεχομένως να της ανήκει και η ατάκα της βραδιάς με το «θα βγείτε χαμένος και καμένος από την κάλπη».

Ο Καμμένος. Το πιο ξαναζεσταμένο πιάτο από την άλλη το προσέφερε ο κανονικός Καμμένος. Ο ίδιος παραληρηματικός λόγος, κάνα δυο σεξιστικά υπονοούμενα κι ένα κότερο που έχει και που, αντίθετα από τον Βουτσά, δεν θα πάει με αυτό καμία βόλτα τη Σοφία Βούλτεψη. Οχι πως η Βουλή δεν έχει ζήσει και χειρότερα με τον αρχηγό των ΑΝΕΛ στο βήμα. Είναι αδύνατον όμως να μη σκεφτεί κανείς ότι χωρίς αυτόν θα ζούσε πολύ, μα πολύ καλύτερα. Αποδείχθηκε ακόμη μια φορά και χθες, θα αποδειχθεί χωρίς καμία αμφιβολία και την επόμενη.

Τι μένει κατά τα λοιπά; Ο Δημήτρης Κουτσούμπας έντονα αντιπολιτευτικός και σταθερά προσηλωμένος στην οπτική του ΚΚΕ, ο Βασίλης Λεβέντης που ευτυχώς στο βήμα της Βουλής είναι πάντα σκιά του τηλεοπτικού εαυτού και ο Σταύρος Θεοδωράκης.

Από τον επικεφαλής του Ποταμιού αξίζει να κρατήσει κανείς την επισήμανση ότι από τους έξι μη συριζαίους βουλευτές που έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση οι τέσσερις απέφυγαν να ανεβούν στο βήμα για να μιλήσουν και να εξηγήσουν την επιλογή τους. Κοινοβουλευτικά πάντα μιλώντας, το δικό τους ξαναζεσταμένο πιάτο δεν ήταν τελικά παρά μερικά ψίχουλα…