Η είδηση αφορά έναν πασίγνωστο ποδοσφαιριστή και τις μικρές κατηγορίες του Πειραιά. Εκεί όπου παίζεται μπάλα ακόμη και Κυριακή πρωί, σε γήπεδα με συνθετικό χλοοτάπητα ή και (σπάνια, πλέον) με χώμα. Σε τοπικό πρωτάθλημα αποφάσισε να συνεχίζει την καριέρα του ο Χρήστος Πατσατζόγλου. Ο άλλοτε διεθνής άσος, με συμμετοχή σε σημαντικές διοργανώσεις και έμπλεος εμπειριών, λίγο πριν από τη συμπλήρωση των 40 του χρόνων, είπε να μην το βάλει κάτω. Πρόταση ο Αετός Κορυδαλλού; Γιατί όχι, από τον Πατσατζόγλου.

Φυσικά, όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, το θέμα έχει δύο αναγνώσεις. Αφενός, λίγοι μπορούν να κατακρίνουν έναν παίκτη που το λέει ακόμη η καρδιά του, βαστάνε τα κότσια του και έχει διάθεση για μάχες σε κακοτράχαλα τερέν. Κανείς δεν γνωρίζει όταν αρχίζει το ποδόσφαιρο πού ακριβώς θα φτάσει. Αρχικά, το κάνει από αγάπη και αργότερα έρχονται οι διακρίσεις, τα χρήματα και τα συνακόλουθα. Οι χαρές και οι ευκολίες της ζωής. Ο Πατσατζόγλου είναι μια τέτοια περίπτωση και άλλωστε ταλαιπωρήθηκε πολύ από τραυματισμούς, πλην όμως  έμεινε όρθιος.

Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη εικόνα. Τι ζητεί ένας ποδοσφαιριστές που φόρεσε βαριές φανέλες (με κορυφαία αυτή του Ολυμπιακού) στις μικρές κατηγορίες; Γιατί να ανέχεται όσα θλιβερά ενίοτε συμβαίνουν σε τέτοια γήπεδα; Τα σκληρά μαρκαρίσματα και γενικά την άγονη γραμμή ενός πρωταθλήματος που το παρακολουθούν μόνο οι ιδιαίτερα φανατικοί ή οι συγγενείς με τους φίλους των ποδοσφαιριστών; Μήπως οι παίκτες κοντά στα 40 ή πάνω από αυτή την ηλικία θυμίζουν τους τραγουδιστές που έχουν περάσει τα 70, η φωνή τους δεν βγαίνει καλά καλά και ταυτόχρονα εμφανίζονται στην πίστα δίχως να αντιλαμβάνονται πως στην ουσία τσαλακώνουν την εικόνα τους; Ας το σκεφθούμε καλύτερα. Είναι σοβαρό να μην αντιλαμβάνεται κάποιος, ειδικά στη βιομηχανία του θεάματος, το πότε πρέπει να αποχωρήσει. Το πότε θα κάνει στην άκρη. Γιατί αξίζει να το πράξει ο ίδιος και όχι να τον υποχρεώσει το κοινό σε άτακτη υποχώρηση.

Είναι σαν να σχοινοβατείς σε ένα δίλημμα. Με την επιθυμία ή με τη λογική; Ο Πατσατζόγλου, ο κάθε Πατσατζόγλου για να το γενικεύσουμε καθώς αυτό είναι το νόημα, επέλεξε να πορευτεί μέχρι όπου τον βγάλει. Λίγοι θα παρακολουθούν πλέον την πορεία του. Λιγότεροι σε σύγκριση με όσους τον χειροκροτούσαν στο παρελθόν. Αλλά ο ίδιος πρέπει να ξέρει τι θα τους απαντήσει αν κάποτε ερωτηθεί «Γιατί δεν σταμάτησες;».